“Μη φοβάστε να προτείνετε στους νέους την ιεροσύνη”
Η «ποιμαντική κλίση» δεν είναι «ένας από τους πολλούς τομείς της εκκλησιαστικής δράσης, ούτε και «ένα γραφείο κουρίας». Αντιθέτως, είναι «πολύ περισσότερα: Ποιμαντική κλίση είναι μια συνάντηση με τον Κύριο!». Αυτά είπε ο Πάπας Φραγκίσκος, σήμερα, κατά την ομιλία του στο Διεθνές Συνέδριο για την Ποιμαντική κλίση, που είναι σε εξέλιξη από την περασμένη Τετάρτη στο Βατικανό και που διοργανώθηκε από την Congregazione per il
Σε περίπου 250 παρόντες, ο Ποντίφικας πρόσφερε την ευαγγελική περικοπή της πρόσκλησης του Ματθαίου για να εξηγήσει σε τι αποσκοπεί η «ποιμαντική κλήση». Γι αυτό ο Πάπας επέλεξε ως θέμα του Συνεδρίου το μότο «Miserando atque eligendo» που είναι επίσης το σύνθημα της αρχιεροσύνης του, το οποίο επέλεξε ο Bergoglio «εις ανάμνηση των ετών της νιότης του, όταν αισθάνθηκε δυνατά το κάλεσμα του Κυρίου: Δεν συνέβη ως αποτέλεσμα ενός Συνεδρίου ή μιας ωραίας θεωρίας, αλλά έχοντας βιώσει επάνω μου, το φιλεύσπλαχνο βλέμμα του Ιησού».
Ο Φραγκίσκος στη συνέχεια ξεχώρισε τρεις δυναμικές λέξεις που συνοψίζουν την περικοπή του Ευαγγελίου που επέλεξε: «Βγαίνω, βλέπω, καλώ».
Έχουμε ανάγκη – επανέλαβε – από μια Εκκλησία σε κίνηση, «ικανή να επεκτείνει τα σύνορά της, υπολογίζοντάς τα όχι με τη στενότητα των ανθρώπινων υπολογισμών ή με το φόβο του λάθους, αλλά με τον ευρύ υπολογισμό της φιλεύσπλαχνης καρδιάς του Θεού». Του ιδίου είναι και η πρόσκληση να «βγούμε από την ακαμψία μας που μας καθιστά ανίκανους να κάνουμε γνωστή στους άλλους τη χαρά του Ευαγγελίου, με τυποποιημένες φόρμουλες που συχνά καταλήγουν αναχρονιστικές, με προδικασμένες αναλύσεις που κατατάσσουν τη ζωή των ανθρώπων μέσα σε κρύα συστήματα. Να βγούμε από όλο αυτό».
Αυτή την οδηγία, τη δίνει πρώτα απ’ όλα στους επισκόπους και στους ιερείς. «Εσείς είστε οι κύριοι υπεύθυνοι των χριστιανικών και ιερατικών κλήσεων – είπε απευθυνόμενος προς αυτούς – και αυτό το έργο δεν μπορεί να υποβιβαστεί σε ένα γραφειοκρατικό γραφείο». Σύμφωνα με τον Άγιο Πατέρα, ο ιερέας δεν μπορεί να κλειστεί στο σκευοφυλάκιο ή να προσφέρει τον εαυτό του σε μια «περιορισμένη ομάδα πολύ πιστών ανθρώπων», αλλά αντιθέτως, καλείται «να είναι ποιμένας μεταξύ ανθρώπων.»
Και για να είναι «ποιμένας μεταξύ ανθρώπων», χρειάζεται να βγει. Το ρίσκο αυτού του τομέα είναι αυτό της βιασύνης. «Μερικές φορές, είναι δυνατόν να πάρετε αυτό το ρίσκο ακόμη και μέσα στις κοινότητές μας: Ποιμένες και εργαζόμενοι για την ποιμαντική, συνεπαρμένοι από τη βιασύνη, αποκλειστικά απασχολημένοι από αυτά που πρέπει να κάνουν, είναι πιθανό να πέσουν σε ένα άδειο οργανωτικό ακτιβισμό, χωρίς να καταφέρνουν να σταματήσουν για να συναντήσουν τους ανθρώπους».
Η καρδιά του Ευαγγελίου αντιθέτως, βρίσκεται στον όρο «ευσπλαχνίζομαι», που «εκφράζει ταυτόχρονα τον εναγκαλισμό οφθαλμών και καρδιάς». Πρόκειται ακριβώς για την στάση του Ιησού όταν κοίταξε τον Ματθαίο, χωρίς να τον περιφρονεί ή να τον κρίνει, αλλά με αγάπη. Αυτό ενέπνευσε στον Ματθαίο να ξεκινήσει μια νέα πορεία.
«Η Εκκλησία και ο κόσμος – αυτή είναι η σκέψη του – χρειάζονται ώριμους και ισορροπημένους ιερείς, ατρόμητους και γενναιόδωρους ποιμένες, ικανούς να πλησιάζουν τον πλησίον, να ακούν και να ευσπλαχνίζονται .»
Από αυτή την προσέγγιση μπορεί να γεννηθεί η κλήση. Καλέστε – προσδιόρισε ο Πάπας – είναι «το τυπικό ρήμα της χριστιανικής κλήσης». Χωρίς προγράμματα για να τηρηθούν ή προσηλυτισμό, ο Ιησούς ζητά από τον Ματθαίο να τον ακολουθήσει, αφυπνίζοντάς του «τη γοητεία της ανακάλυψης ενός νέου στόχου, ανοίγοντας τη ζωή του προς ένα «χώρο» που προχωρά πέρα από το μικρό πάγκο όπου κάθεται». Ο Επίσκοπος της Ρώμης υπενθυμίζει ότι «η επιθυμία του Ιησού είναι να θέσει τους ανθρώπους σε κίνηση, να τους κουνήσει από μια θανάσιμη καθιστική ζωή, να σπάσει την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να ζήσουμε ευτυχισμένοι παραμένοντας άνετα στην ασφάλεια του σπιτιού μας.»
Παίρνοντας παράδειγμα από τον Ιησού, σύμφωνα με τον Ποντίφικα, «και εμείς, αντί να υποβιβάζουμε την πίστη σε ένα βιβλίο συνταγών ή ένα σύνολο κανόνων που πρέπει να τηρούνται, μπορούμε να βοηθήσουμε τους νέους να θέσουν τις σωστές ερωτήσεις, να διαλέξουν μια πορεία και να ανακαλύψουν τη χαρά του Ευαγγελίου».
Η κλήση του Πάπα προς τους Επισκόπους και τους Ιερείς είναι επομένως, να μη φοβούνται να κηρύξουν το Ευαγγέλιο, «να συναντήσουν, να κατευθύνουν τη ζωή των νέων». Και να μη ντρέπονται «να τους προτείνουν το δρόμο της ιερατικής ζωής, δείχνοντας, πρώτα απ’ όλα με τη χαρούμενη μαρτυρία σας, ότι είναι ωραίο να ακολουθεί κάποιος τον Κύριο και να Του δίνει τη ζωή του για πάντα». Και, ως θεμέλιο αυτού του έργου, μας καλεί να εμπιστευτούμε τον εαυτό μας στον Κύριο, «ικετεύοντάς Τον για νέους εργάτες για τον θερισμό Του και υποστηρίζοντας τις πρωτοβουλίες προσευχής για την υποστήριξη των κλήσεων».
Ο Πάπας Bergoglio στη συνέχεια ολοκλήρωσε την ομιλία του εκφράζοντας την ελπίδα αυτές οι ημέρες «να μπορέσουν να συμβάλλουν στο να υπενθυμίσουν ότι η ποιμαντική κλήση είναι ένα βασικό καθήκον της Εκκλησίας και καλεί, γι αυτό τον σκοπό, να εργαστούν ιερείς και λαϊκοί».
ρφ