Κουρεύω το γρασίδι του εγώ
Ο Χαρίλαος έχει το καθήκον να κουρεύει το γρασίδι της πρασιάς… Τον βλέπω κάθε μέρα να αγωνίζεται με τη μηχανή για να κουρέψει κάθε γωνιά του κήπου, όπου περνά πολλές ώρες κουρεύοντας το γρασίδι. Δεν προλαβαίνει να κουρέψει το χορτάρι από τη μια πλευρά και το βλέπει να έχει ήδη μεγαλώσει, και να είναι έτοιμο για να το κόψει από την άλλη.
«Όπως βλέπεις – μου λέει σταματώντας το δρέπανο – αυτή η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ… Δεν είναι βαριά, στην πραγματικότητα είμαι απασχολημένος με το να διατηρώ σε τάξη τα παρτέρια, να κουρεύω τις άκρες του μονοπατιού, να αφαιρώ το κουρεμένο χορτάρι … Και δεν υπάρχει μια μέρα που να μου χαρίζει ξεκούραση.
Όπως δεν μπορώ να απαρνηθώ το καθημερινό ψωμί, με τον ίδιο τρόπο πρέπει καθημερινά να το κερδίζω. Χάρη στο γρασίδι που συνεχώς μεγαλώνει μπορώ να φέρνω στο σπίτι μια μπουκιά για μένα και την οικογένειά μου. Δεν υπάρχει ανάπαυση για το στομάχι, ούτε ανάπαυλα στην αναπνοή για τους πνεύμονες.
Και δεν υπάρχει καμιά απεργία ούτε και για τη ζωή του πνεύματος. Για να την θρέψω κάθε μέρα, πρέπει ασταμάτητα να μασάω το «καθημερινό ψωμί»: την αγάπη για τον πλησίον. Γι’ αυτόν βρίσκεις πάντα δουλειά: συνεχές καθημερινό κούρεμα του γρασιδιού του εγωισμού. Κουρεύοντας τα πάρα πολλά χόρτα των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων, θαμνοκόβοντας και απογυμνώνοντας το εγώ μας, αναπνέει ο Θεός και αναπτύσσεται η αρετή. Η πνευματική ζωή τρέφεται κάθε φορά που δαπανάται για τους αδελφούς.
Παρέχοντας στον εαυτό μας ένα διάλειμμα, θα ήταν ο θάνατος της ψυχής, θα ήταν η στέρηση του οξυγόνου. Αγαπώντας τους γύρω μας παρέχουμε αδιάλειπτα το οξυγόνο στους πνεύμονες μας και περνάμε από το θάνατο στη ζωή.