Η Αγία Έδρα αποσαφηνίζει τον «τρόπο» της Εξομολογήσεως
Η Αγία Έδρα εξηγεί με σαφήνεια: δεν επιτρέπεται η προσέλευση στο ιερό μυστήριο της Εξομολογήσεως δια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ή του τηλεφώνου.
Κατά τη διάρκεια της πιο οξείας φάσης του κορωνοϊού, η Εκκλησία έκανε πολλές εξαιρέσεις στους κανόνες της, ιδίως όσον αφορά τη συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία. Ωστόσο, είναι προφανές ότι αυτές οι εξαιρέσεις θα παύσουν να ισχύουν, όταν οι πιστοί θα είναι πλέον σε θέση να μεταβούν ελεύθερα στο ναό.
Ο κορωνοϊός αλλάζει τη ζωή της Εκκλησίας. Αλλά δεν είναι όλα θεμιτά.
Η “Πνευματική Κοινωνία” είναι πράγματι ένα ευπρόσδεκτο βοήθημα μπροστά στις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αντικαθιστά την Πραγματική Παρουσία του Χριστού στη Θεία Ευχαριστία. Ομοίως, η Εξομολόγηση μέσω τηλεφώνου δεν επιτρέπεται και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική συνάντηση με έναν ιερέα. Πράγματι, παρότι ο Θεός βλέπει μέσα στην καρδιά ακόμη και πέρα από τα ιερά μυστήρια, εντούτοις οι άνθρωποι έχουν ουσιώδη ανάγκη από αυτά, για το απλό γεγονός ότι η συνάντηση με τον Θεό περνά μέσα από την ανθρώπινη πραγματικότητα.
Εν ολίγοις, εκείνοι που λένε ότι η νόσος covid-19 αλλάζει τη ζωή της Εκκλησίας και τα ιερά μυστήρια, πρέπει να διαβάσουν με προσοχή τις οδηγίες που συνέταξε η Αγία Έδρα, οι οποίες εξηγούν τι μπορεί να γίνει και τι όχι. Αν, πράγματι, σε σοβαρές και επείγουσες καταστάσεις, με ασθενείς που βρίσκονται στα πρόθυρα του θανάτου, μπορούν να δοθούν «συλλογικές αφέσεις αμαρτιών» στην είσοδο των νοσοκομειακών θαλάμων, το ίδιο δεν συμβαίνει με την εξομολόγηση ενός πιστού σε έναν ιερέα που γίνεται μέσω smartphone.
Αποστολικό Πνευματικό Δικαστήριο: η εξομολόγηση μέσω ίντερνετ δεν είναι έγκυρη
Αυτό εξήγησε ο Μείζων Πνευματικός Δικαστής, καρδινάλιος Mauro Piacenza: «Μπορούμε να δηλώσουμε την πιθανή ακυρότητα της ιερομυστηριακής αφέσεως των αμαρτιών και της απολύσεως του εξομολογηθέντος από τον ιερέα, που χορηγείται δια των μέσων αυτών. Λείπει, όντως, η πραγματική παρουσία του μετανοούντος και δεν υπάρχει πραγματική μετάδοση των λέξεων της αφέσεως· πρόκειται μόνο για ηλεκτρικές δονήσεις που αναπαράγουν τον ανθρώπινο λόγο». Εν συντομία, είναι μέγιστη η προσοχή της Εκκλησίας προς εκείνους που θα ήθελαν να εξομολογηθούν και δεν μπορούν ουσιαστικά να το κάνουν, παρά μόνο με τους επιτρεπόμενους τρόπους.
Ποιες είναι οι περιπτώσεις που χορηγείται η συλλογική άφεση
«Εναπόκειται στον επιχώριο Επίσκοπο, στο έδαφος της εκκλησιαστικής του επαρχίας και σε σχέση με το επίπεδο μετάδοσης της πανδημίας, να καθορίσει τις περιπτώσεις σοβαρούς και επείγουσας ανάγκης κατά τις οποίες είναι θεμιτό να χορηγείται συλλογική άφεση», εξήγησε ο καρδινάλιος Piacenza στον “Ρωμαίο Παρατηρητή”, την επίσημη εφημερίδα της Αγίας Έγρας. «Για παράδειγμα, μπορεί να χορηγηθεί από τον ιερέα στην είσοδο των νοσοκομειακών θαλάμων, όπου νοσηλεύονται οι πιστοί που μολύνθηκαν και βρίσκονται σε κίνδυνο θανάτου, χρησιμοποιώντας – στα όρια του δυνατού και με τις κατάλληλες προφυλάξεις – τα μέσα ενίσχυσης της φωνής, ούτως ώστε να ακουστεί η ευχή της απολύσεως».
Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού δεν είναι δυνατό να συμμετέχουμε στη Θεία Λειτουργία, επειδή αδυνατούμε λόγω του γενικού εγκλεισμού ή της απαγόρευσης προσέλευσης σε θρησκευτικές τελετές, αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι, όταν θα είναι δυνατό να συμμετέχουμε στην ιερουργία στο ναό, εμείς να αρκούμαστε να “ακούμε” τη Λειτουργία στο ραδιόφωνο ή να την “παρακολουθούμε” στην τηλεόραση ή το διαδίκτυο, ώστε να εκπληρώσουμε την εντολή της Εκκλησίας “να αγιάζουμε την ημέρα του Κυρίου”, δηλαδή την Κυριακή.
Τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει όχι μόνο την Εξομολόγηση, αλλά ούτε τη Θεία Λειτουργία.
«Τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη συμμετοχή στη Θεία Λειτουργία», εξηγεί το Αποστολικό Πνευματικό Δικαστήριο. «Στις καταστάσεις κατά τις οποίες δεν είναι δυνατόν να μεταβούμε στο ναό και να συμμετάσχουμε στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής, η υποχρέωση αυτή παύει να υφίσταται, χωρίς να χρειάζεται να αντικαταστήσουμε τη μη συμμετοχή με κάτι άλλο. Ασφαλώς, όποιος κωλύεται για έγκυρο λόγο, αν παρακολουθεί τη Θεία Λειτουργία μέσω της τηλεόρασης, επιτελεί μια ευσεβή πράξη και πνευματικά ωφέλιμη».
Ωστόσο, αν συμβεί να πεθαίνει ένας άνθρωπος από κορωνοϊό ευρισκόμενος σε καραντίνα, και εκ των πραγμάτων δεν δύναται να λάβει τα ιερά μυστήρια, τότε η κατάσταση είναι διαφορετική. Σε αυτήν την περίπτωση, το Αποστολικό Πνευματικό Δικαστήριο προβλέπει ότι «η τέλεια συντριβή, προερχομένη από την αγάπη για τον Θεό, τον οποίο ο ψυχορραγών αγαπούσε πάνω απ’ όλα, εκφραζομένη από ένα ειλικρινές αίτημα για συγχώρεση – αυτό που επί του παρόντος είναι σε θέση να εκφράσει ο μετανοών – και συνοδευομένη από τη σταθερή απόφαση να προσφύγει το συντομότερο δυνατό στην ιερομυστηριακή εξομολόγηση, επιτυγχάνει την άφεση των αμαρτιών, ακόμη και των θανασίμων, όπως αναφέρεται στην Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας στον αριθμό 1452».
Επομένως, η Εκκλησία προσεύχεται για όποιον βρίσκεται σε αδυναμία να λάβει το ιερό μυστήριο του Ευχελαίου και το τελευταίο εφόδιο της Θείας Μεταλήψεως. Με αυτόν τον τρόπο, εμπιστεύεται «στο θείο έλεος τον καθένα και τους πάντες, δυνάμει της κοινωνίας των αγίων. Και χορηγεί στον πιστό τα πλήρη λυσίποινα τη στιγμή του θανάτου, υπό την προϋπόθεση ότι ήταν δεόντως διατεθειμένος και είχε απαγγέλλει κατά τη διάρκεια της ζωής του κάποια προσευχή. Σε αυτήν την περίπτωση αναπληρώνει η Εκκλησία (“supplet Ecclesia”) τις τρεις ζητούμενες προϋποθέσεις (βλ. Κώδικας Κανονικού Δικαίου, καν. 144)».
—————————
Μετάφραση: π.Λ