Γιατί ο γάμος είναι Ιερό Μυστήριο
Ιστορικοί και θεολογικοι προβληματισμοί
(του Αρχιεπισκόπου Ιωάννη Σπιτέρη)
(4ο )
ΒΙΒΛΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Αυτό που στα γνωστά εδάφια του Ματθαίου, σχετικά με το γάμο, είχε εντυπωσιάσει τους δυτικούς ερμηνευτές, ήταν η αναφορά στο αδιάλυτο του γάμου. «Και τον πλησίασαν κάποιοι Φαρισαίοι, με σκοπό να τον πειράξουν, λέγοντας: “Επιτρέπεται κάποιος να χωρίσει τη γυναίκα του για οποιαδήποτε αιτία;” Κι εκείνος, απαντώντας, είπε: “Δε διαβάσατε ότι ο Δημιουργός, από την αρχή, τους έπλασε άνδρα και γυναίκα; Και είπε: “Γι’ αυτό, θα εγκαταλείψει ο άνθρωπος τον πατέρα και τη μητέρα και θα ενωθεί με τη γυναίκα του, και θα είναι οι δύο μία σάρκα. Οπότε, δεν είναι πια δύο, αλλά μία σάρκα. Ό,τι, λοιπόν, ο Θεός συνένωσε, άνθρωπος να μη χωρίζει”. Του λένε: “Τότε, γιατί ο Μωυσής έδωσε εντολή να της δίνεται γραπτό διαζύγιο και να χωρίζεται;”. Ο Ιησούς τους λέει: “Για τη σκληρότητα της καρδιάς σας ο Μωυσής σας επέτρεψε να χωρίζετε τις γυναίκες σας. Απ’ την αρχή, όμως, δεν είχαν γίνει έτσι» (Μτθ. 19, 3-8).
Αυτό το κείμενο, όμως, αναφέρεται άμεσα στη μυστηριακή φύση του γάμου. Ο Ιησούς θέλει να ξαναφέρει το γάμο στην πρωταρχική σημασία και να τον συνδέσει με το Θεό όπως ήταν «απ’ αρχής»: δυο άτομα συνδέονται από τον ίδιο το Θεό, ώστε να αποτελούν «σάρκα μία». Πράγματι, ο Ιησούς έχει υπόψη του τη βιβλική διδασκαλία της Δημιουργίας στα κεφάλαια Α΄ και Β΄ του Βιβλίου της Γένεσης, η οποία δεν είναι κοσμολογική (πρωταρχικός σκοπός δεν είναι να περιγράψει τη δημιουργία του κόσμου), αλλά θεολογική (αφορά την έννοια του Θεού σε σχέση με τον άνθρωπο), θέλει να εκφράσει με ανθρώπινες έννοιες τη «Συμφωνία – Διαθήκη» που σύναψε ο Θεός με τους ανθρώπους, δηλαδή τη θέληση του Θεού να ενωθεί με τους ανθρώπους.
Η Αγία Γραφή, θέλοντας να εκφράσει με απτό τρόπο αυτή τη «Συμφωνία – Διαθήκη» του Θεού με το Λαό του, αυτή τη στενή αγαπητική σχέση με την ανθρωπότητα, την παρομοιάζει με την συζυγική ένωση των δύο φύλων. ΄Η μάλλον, στο σχέδιο του Θεού προηγείται η θέλησή του να ενωθεί με τον άνθρωπο και γι’ αυτό δημιουργεί τον ίδιο τον άνθρωπο έτσι ώστε να φανερώνει με την ζωή του το θεϊκό σχέδιο σωτηρίας: τον δημιουργεί άνδρα και γυναίκα έτσι ώστε αυτοί να εκφράζουν με την συζυγική τους συμβίωση την ένωση του Θεού με το Λαό του.
Αυτό σημαίνει πως αυτή η ένωση είναι προορισμένη εκ φύσεως να εκφράζει ορατά τη θεϊκή «Συμφωνία». Είναι πολύ σπουδαία και γεμάτη συνέπειες η διατύπωση: «εκ φύσεως», από την αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου η οριστική ένωση των δύο φύλων είναι ήδη, ιερό μυστήριο. Εκφράζει, δηλαδή, ορατά και αποτελεσματικά μια αόρατη πραγματικότητα, την ένωση του Θεού με τον άνθρωπο και αυτό όχι απλώς εξαιτίας μιας πρόσθετης θέλησης του Θεού ή αργότερα του Χριστού, αλλά «απ’ αρχής» (εκ φύσεως) ο Θεός δημιούργησε τον άνδρα και τη γυναίκα, για να εκφράζουν με τη συζυγική τους ένωση τη θέληση του Θεού να ενωθεί με τον άνθρωπο, με αυτό τον τρόπο να τον εισάγει στο σχέδιο σωτηρίας του.
Αργότερα ο Χριστός, θέλησε απλώς να ξαναφέρει τη γαμήλια ένωση στο πρωταρχικό σχέδιο του Θεού. Πράγματι, οι συνοπτικοί Ευαγγελιστές (Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς) μας παρουσιάζουν τη θέληση του Χριστού να αποκαταστήσει αυτήν την αρχέτυπη μορφή του γάμου ως έκφραση της πρωταρχικής θεϊκής συμφωνίας.
(συνεχίζεται)