Γιατί να εξομολογηθούμε σήμερα;
Η συμφιλίωση είναι ένα μυστήριο αποκλειστικά διαδεδομένο μεταξύ των Χριστιανών, αλλά, παρά το γεγονός ότι είναι ένα ιδιαίτερο στοιχείο δεν το εξασκούν όλα τα χριστιανικά δόγματα. Στο δημόσιο διάλογο είναι θέμα διαφορετικών απόψεων. Ακόμη και μεταξύ των πιστών υπάρχουν εκείνοι που το θεωρούν ως μια ξεπερασμένη και αρχαϊκή πρακτική και άλλοι που δεν μπορούν να κάνουν χωρίς. Αλλά τι είναι η εξομολόγηση;
Πότε γεννήθηκε και γιατί;
Τι είναι η αμαρτία;
Η αλλαγή των καιρών μπορεί να αλλάξει την αξία και το νόημα της αμαρτίας; Γιατί προκειμένου να συμφιλιωθούμε με τον Πατέρα πρέπει να εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας; Και πώς μπορούμε να πλησιάσουμε στην εξομολόγηση;
Ποια είναι τα σφάλματα και γιατί πρέπει να τα ομολογήσουμε σε ένα ιερέα; Τι είναι η μετάνοια; Σε ποιο βαθμό η ευσπλαχνία του Θεού μας λυτρώνει από τις αμαρτίες; Εν ολίγοις, υπάρχουν χιλιάδες ερωτήσεις για να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τις βασικές αρχές και την έννοια της φροντίδας της ψυχής πίσω από αυτό το μυστήριο.
Αν και είναι δύσκολο να σκεφτεί κάποιος επαρκείς απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις, το ΖΕΝΙΤ σκέφτηκε να ξεκινήσει μια πορεία γνώσης και εμβάθυνσης παίρνοντας συνέντευξη από τον Σεβασμιότατο Costantino Di Bruno, εφημέριο και πρώτο Εξομολόγο του Καθεδρικού Ναού του Lamezia Termeαπό το 1985 έως το 2006.
***
Πότε άρχισε η πρακτική της εξομολόγησης στη χριστιανική κοινότητα και γιατί;
Η πρώτη βιβλική περικοπή που μιλάει ρητά για την εξομολόγηση των αμαρτιών βρίσκεται στην Επιστολή του Ιακώβου. «Όποιος είναι άρρωστος καλεί να έρθουν κοντά του οι πρεσβύτεροι της Εκκλησίας και εκείνοι προσεύχονται γι αυτόν, χρίζοντάς τον με λάδι στο όνομα του Κυρίου. Και η προσευχή που γίνεται με πίστη θα σώσει τον άρρωστο: Ο Κύριος θα τον αποκαταστήσεικαι αν έχει διαπράξει αμαρτίες, θα του συγχωρεθούν. Γι αυτό εξομολογηθείτε τις αμαρτίες σας οι μεν στους δε και προσεύχεστε οι μεν για τους δε για να θεραπευθείτε» (Ιακ. 5,14-16).
Είναι ένα κείμενο σύντομο και πυκνό. Το χρίσμα είναι παρόμοιο με το βάπτισμα: Λαμβάνοντάς το συγχωρούνται οι αμαρτίες. Στις Πράξεις των Αποστόλων απαιτείται η μεταστροφή, η βάπτιση, να είναι κάποιος μέσα στον κόσμο, αλλά όχι του κόσμου: «Ο Πέτρος τους λέει: «Μετανοείτε και καθένας από εσάς θα βαπτιστεί στο όνομα του Ιησού Χριστού, για τη συγχώρεση των αμαρτιών σας, και θα λάβετε το δώρο του Αγίου Πνεύματος. Με πολλά άλλα λόγια δίνει μαρτυρία και τους προτρέπει: «Σωθείτε από αυτή τη διεστραμμένη γενιά!» (Πρ. Απ. 2,37-40).
Στη συνέχεια ασχολείται με μια περίπλοκη ιστορία αρκετά σύνθετη και δυσκολοπαρουσίαστη σε μερικά σημεία. Θεολογικά επιβεβαιώνεται κάτι πολύ σοβαρό. Η εξομολόγηση εξομοιώνεται με το Βάπτισμα. Ένα μόνο βάπτισμα, μια μόνο εξομολόγηση: αποτελούν τις μοναδικές «δυνατότητες σωτηρίας». Εάν χαθεί η αγιοποιόςχάρη του βαπτίσματος, ανακτάται από την εξομολόγηση, αλλά μόνο για μία φορά. Οι συνέπειες αυτής της ακαμψίας, που γεννήθηκε αιτία ιστορικών λόγων και σίγουρα όχι ευαγγελικών – Ο Ιησούς λέει στον Πέτρο ότι πρέπει να συγχωρεί εβδομήντα φορές επτά, δηλαδή για πάντα – οδηγούν στην πνευματική καταστροφή. Το μυστήριο του χρίσματος των ασθενών γίνεται τελευταία επίχριση. Η εξομολόγηση μετατοπίζεται για τις τελευταίες στιγμές της ζωής. Όποιος βρισκόταν μπροστά στο θάνατο εξομολογούταν και τότε λάβαινε το μυστήριο του χρίσματος, έτσι λάβαινε το μυστήριο για τον θάνατο και όχι για την ανακούφιση του πόνου και για την συγχώρεση των αμαρτιών.
Στις αρχές του Μεσαίωνα γεννιέται η επαναλαμβανόμενη εξομολόγηση, η οποία έγινε εξομολόγηση επί πληρωμής, επειδή υποβαλλόταν ένα ποσό που έπρεπε να πληρωθεί για κάθε αμαρτία που είχε διαπράξει κάποιος. Από εκείνη τη στιγμή ο λαός απομακρύνθηκε από αυτό το μυστήριο.
Η Εκκλησία παρέβηκε στη Δ’ Σύνοδο του Λατερανού (το έτος 1215) και καθόρισε να εξομολογούνται τουλάχιστον μια φορά το χρόνο και να κοινωνούν τουλάχιστον το Πάσχα.
Παρά το ότι η εξομολόγηση θα μπορούσε να επαναληφθεί, πράγματι είχε καταστεί υποχρεωτική μια φορά το χρόνο, το μυστήριο του χρίσματος παρέμεινε ως η τελευταία επίχριση έως τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο. Όταν γίνεται, κατά την διάρκεια της ιστορίας, μια λανθασμένη αρχή ή όχι πλήρως σύμφωνη με το Ευαγγέλιο, αυτή παραμένει για αιώνες, δίχως κανείς να μπει στον κόπο να κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις.
Πριν την πρακτική της εξομολόγησης πώς γινόταν η άφεση των αμαρτιών;
Το Ευαγγέλιο μας λέει ότι ο Ιησούς έδινε άφεση αμαρτιών μόνο με μια λέξη: «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες », «Πήγαινε, η πίστη σου σε έσωσε», «Γυναίκα, κανένας δεν σε καταδίκασε; Ούτε κι εγώ σε καταδικάζω: Πήγαινε και μην αμαρτήσεις πλέον».
Στην Παλαιά Διαθήκη – είναι αρκετό να διαβάσετε το Λευιτικό – για κάθε αμαρτία είχε καθοριστεί να προσφέρεται μια θυσία στον Κύριο. Πέρα από αυτές τις μορφές που είναι και θα είναι πάντα ιστορικές, τρεις συνθήκες ήταν και παραμένουν απαραίτητες για να έχουμε τη δυνατότητα να έχουμε τη δυνατότητα συγχώρεσης των αμαρτιών: Να γνωρίζουμε ότι κάθε αμαρτία είναι μια προσβολή στον Κύριο, μια περιφρόνηση για το νόμο του, μια ανυπακοή στη θέλησή του.
Η αμαρτία δεν είναι σχέση μεταξύ ανθρώπων, ανάμεσα στον άνθρωπο και τα πράγματα. Είναι σχέση κλονισμένημεταξύ Θεού και ανθρώπου. Μπροστά στον προσβεβλημένο, περιφρονημένο, εξυβρισμένο, απαρνημένο Θεό, παρουσιαζόμαστε με καρδιά και πνεύμα συντετριμμένα. Ζητάμε ταπεινά συγγνώμη επειδή τον προσβάλαμε. Υποσχόμαστε σταθερή πίστη στο θέλημά του.
Εάν αυτές οι τρεις προϋποθέσεις, που δεν είναι εκκλησιαστικής προέλευσης, αλλά θείας, δεν γίνουν σεβαστές, ο Θεός δεν μπορεί να συγχωρέσει την αμαρτία, επειδή η καρδιά επιθυμεί να παραμείνει στον Σατανά και δεν θέλει να επιστρέψει στον Κύριο. Γνωρίζουμε ότι μια στιγμή ειλικρινής μετάνοιας και αίτησης συγχώρεσης αφαιρεί τα αμαρτήματα, έστω και αν παραμένει η υποχρέωση να λάβουμε την άφεση από την Εκκλησία.
Ποια είναι η ανθρώπινη σημασία και ποια η πνευματική της εξομολόγησης, της άφεσης των αμαρτιών και της συμφιλίωσης;
Η ανθρώπινη και πνευματική σημασία αποκαλύπτεται από τον Ιησού στην παραβολή του ευσπλαχνικού Πατέρα. Δεν χρειάζονται άλλα λόγια: « Όταν τα ξόδεψε όλα, επικράτησε σε αυτή τη χώρα ένας μεγάλος λιμός και άρχισε να βρίσκεται σε ανάγκη. Τότε πήγε στην υπηρεσία ενός εκ των πολιτών αυτής της περιοχής, ο οποίος τον έστειλε στον αγρό να βόσκει τους χοίρους. Ευχαρίστως θα τρεφόταν από τα χαρούπια με τα οποία τρέφονταν οι χοίροι, αλλά κανείς δεν του έδινε τίποτα.
Τότε αναλογιζόμενος είπε: «Πόσοι υπάλληλοι του πατέρα μου έχουν άφθονο ψωμί και εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας! Θα σηκωθώ, θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα ενώπιων του ουρανού και ενώπιών σου. Δεν είμαι πλέον άξιος να αποκαλούμαι γιος σου». Αλλά ο πατέρας είπε στους υπηρέτες: «Γρήγορα, φέρτε το ωραιότερο ένδυμα και ντύστε τον, βάλτε του ένα δαχτυλίδι στο δάκτυλο και σανδάλια στα πόδια. Πάρτε το πιο παχύ μοσχάρι, σκοτώστε το, θα φάμε και θα γιορτάσουμε, επειδή αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και επέστρεψε στη ζωή, είχε χαθεί και ξαναβρέθηκε». Και άρχισαν να γιορτάζουν» (Λκ. 15,11-24).
Ο Πατέρας δίνει την αξιοπρέπεια στο γιο με όλες τις τιμές που οφείλονται σε όποιον είναι σάρκα από τη σάρκα του. Στο Χριστό συμβαίνει κάτι ακόμη πιο θαυμάσιο: Γινόμαστε, μέσω του βαπτίσματος, παιδιά του Θεού μέσω του Μονογενούς Υιού του, γινόμαστε κοινωνοί της θείας φύσης, αποτελούμε ζωντανό ναό του Αγίου Πνεύματος, οίκο του Θεού, φορείς του Θεού μεταξύ των αδελφών. Με την αμαρτία όλος αυτός ο πλούτος χάνεται. Η αγιοποιόςχάρη της ψυχής πεθαίνει.
Ο άνθρωπος, με αυτό τον τρόπο υποβιβάζεται, ξεπέφτει γίνεται ακάθαρτος. Έχει περισσότερη αξιοπρέπεια ένα ακάθαρτο ζώο από έναν άνθρωπο. Με το μυστήριο της εξομολόγησης όλα τα αγαθά που χάθηκαν με την αμαρτία επανακτούνται. Επιστρέφουμε στην πνευματική ομορφιά μιας άλλης εποχής. Ο Θεός μας είναι πραγματικά μεγάλος σε ευσπλαχνία.
ρφ