Έξη χρόνια μετά την παραίτηση
Στις 11 Φεβρουαρίου 2013, η πρωτοφανής ανακοίνωση ενός Πάπα που παραιτήθηκε της θέσης του λόγω ηλικίας, συνεχίζοντας να ζει ως «emerito» (ομότιμος) δίπλα στον διάδοχό του. Το λάθος που πρέπει να αποφύγουμε είναι να τον θυμόμαστε μόνο γι αυτό.
Έξη χρόνια έχουν περάσει από εκείνο τον κεραυνό εν αιθρία, την πρώτη αποποίηση της θέσης του ενός Πάπα για λόγους υγείας και γήρατος. Στις 11 Φεβρουαρίου 2013, ο Βενέδικτος 16ος, σχεδόν στη λήξη του όγδοου έτους της Ποντιφικής θητείας του, ανακοίνωσε την επιθυμία του να αποχωρήσει από το υπούργημα του Πέτρου στο τέλος του ίδιου εκείνου μήνα, επειδή δεν αισθανόταν πλέον ικανός να φέρει – φυσικά και πνευματικά – το βάρος της ποντιφικής θητείας του. Το βάρος μιας θητείας που τον τελευταίο αιώνα έχει αλλάξει βαθιά, όσον αφορά τον τρόπο άσκησής του, με την προσθήκη εορτασμών, δεσμεύσεων, συναντήσεων και διεθνών ταξιδιών.
Πολλά ειπώθηκαν και γράφηκαν για το γεγονός αυτό το οποίο σηματοδότησε την ιστορία της Εκκλησίας. Και θα μπορούσαμε να διατρέξουμε τον κίνδυνο να επικεντρωθούμε μόνο σε αυτή την ταπεινή χειρονομία που αποσπά την προσοχή, καταλήγοντας με αυτόν τον τρόπο να αφήσουμε να περάσει σε δεύτερο πλάνο η προσωπική μαρτυρία και κυρίως η διδασκαλία του Βενέδικτου 16ου. Όσον αφορά στην μαρτυρία, δεδομένης της επικείμενης έναρξης της Συνάντησης για την προστασία των ανηλίκων που θα πραγματοποιηθεί στο Βατικανό με τον Πάπα Φραγκίσκο και τους προέδρους των Επισκοπικών Διασκέψεων από όλο τον κόσμο, αξίζει να θυμηθούμε πως ο Βενέδικτος 16ος ήταν ο πρώτος που ξεκίνησε αυτές τις συναντήσεις με θύματα κακοποίησης που είχαν επιβιώσει. Συναντήσεις μακριά από τις κάμερες, στιγμές ακρόασης, προσευχής και θρήνου. Φυσικά, αυτές οι συναντήσεις συνοδεύονταν από σαφείς και αποφασιστικούς κανόνες για την καταπολέμηση της τρομερής μάστιγας της κακοποίησης. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η αλλαγή νοοτροπίας που απαιτείται κυρίως από τους επισκόπους και από τους ηγουμένους περνά μέσα από αυτή την ικανότητα, να τους κάνει να συναντηθούν με τα θύματα και με τις οικογένειές τους, να αφήσουν τον εαυτό τους να πληγωθεί από τις δραματικές ιστορίες τους, για να κατανοήσουν ένα φαινόμενο που ποτέ δεν θα μπορέσει να καταπολεμηθεί μόνο με κανόνες, κώδικες ή άψογες πρακτικές.
Όσο αφορά τη διακονία του Πάπα Ratzinger, πολύ συχνά «συντετριμμένου» από αναγωγικά κείμενα και προκατασκευασμένα κλισέ που δεν ήταν σε θέση να αξιοποιήσουν τον πλούτο, την πολυπλοκότητα και την πιστότητα στη διδασκαλία του Β΄ Οικουμενικού Συμβουλίου του Βατικανού, δεν θα μπορούσαμε να ξεχάσουμε την επιμονή του στο γεγονός ότι η Εκκλησία «δεν διαθέτει τίποτα για τον εαυτό της μπροστά σε Εκείνον που την ίδρυσε, έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε: Το κάναμε πολύ καλά! Αυτό που εννοεί συνίσταται στο να αποτελούμε εργαλείο λύτρωσης, να αφήνουμε τον εαυτό μας να διαποτίζεται από το λόγο του Θεού και να εισαγάγουμε τον κόσμο στην ένωση αγάπης με τον Θεό». Δηλαδή, το αντίθετο από το να έχουμε εμπιστοσύνη στις στρατηγικές και στα έργα. Η Εκκλησία, συνέχισε ο Βενέδικτος 16ος σε μια ομιλία του που έλαβε χώρα στο Freiburgim Breisgau τον Σεπτέμβριο 2011, «όταν είναι πραγματικά ο εαυτός της, βρίσκεται πάντοτε σε κίνηση, πρέπει να τίθεται συνεχώς στην υπηρεσία της αποστολής την οποία έλαβε από τον Κύριο. Και γι αυτό το λόγο οφείλει πάντα να ανοίγεται στις ανησυχίες του κόσμου, του οποίου και η ίδια αποτελεί μέρος, να αφιερώνεται χωρίς επιφύλαξη στις ανησυχίες αυτές, για να συνεχίζει να παρουσιάζει την ιερή ανταλλαγή η οποία ξεκίνησε με την ενσάρκωση».
Σε αυτή την ίδια ομιλία, ο Πάπας Ratzinger προειδοποίησε για την αντίθετη τάση. Εκείνη «δηλαδή μιας Εκκλησίας ικανοποιημένης από τον εαυτό της, η οποία αναπαύεται σε αυτόν τον κόσμο… Όχι σπάνια, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στην οργάνωση και στην θεσμοθέτηση και όχι στο κάλεσμά της να είναι ανοιχτή προς τον Θεό ανοίγοντας τον κόσμο προς τον πλησίον». Έτσι ο γερμανός Ποντίφικας με αυτή την ομιλία του έδειξε τη θετική πλευρά της εκκοσμίκευσης, η οποία «συνέβαλε κατ’ ουσίαν στην κάθαρση και στην εσωτερική μεταρρύθμιση» της ίδιας της Εκκλησίας ακόμη και απαλλοτριώνοντάς τη από τα αγαθά της και από τα προνόμιά της. Επειδή, κατέληξε στο συμπέρασμα, «απελευθερωμένη από τα βάρη και τα υλικά και πολιτικά προνόμια, η Εκκλησία μπορεί να αφιερωθεί καλύτερα και με έναν αληθινά χριστιανικό τρόπο σε ολόκληρο τον κόσμο, μπορεί να είναι πραγματικά ανοιχτή στον κόσμο. Μπορεί και πάλι να ζήσει με περισσότερη ευχέρεια την κλήση της για το έργο της λατρείας του Θεού και στην υπηρεσία του πλησίον».
Μετάφραση: ρφ