ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ. κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ «Ο Διάλογος Ορθοδόξων και Καθολικών»

ΕΙΣΗΓΗΣΗ

ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ. κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ  ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ

«Ο Διάλογος Ορθοδόξων και Καθολικών»

(3 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017)

 

Σεβασμιώτατοι άγιοι Αδελφοί,

καθηκόντως με την χάρι του Παναγάθου Θεού και Κυρίου μας, συνερχόμεθα σήμερα εις τακτικήν σύναξη της Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας για να επιληφθούμε ζωτικών αυτής θεμάτων.

Κατά την ημερησίαν διάταξη θα συπληρώσουμε τον Κατάλογον προς Αρχιερατείαν εκλογίμων, θα ασχοληθούμε και πάλιν με το θέμα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, θα κάνουμε λόγο για την πορεία του Διαλόγου Ορθοδόξων και Καθολικών, θα συμπληρώσουμε τις κενωθείσες δύο ιερές Μητροπόλεις, θα μελετήσουμε δύο καινούργιους Κανονισμούς της Εκκλησίας μας και θα δώσουμε λύσεις σε υπηρεσιακά θέματα. Επιτρέψτε μου να καταθέσω στην αγάπη σας κάποια στοιχεία για τα πρώτα δύο θέματα.

Ως προς το πρώτο θέμα:

 Ως προς το δεύτερο θέμα:

Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχουσα συνείδηση ότι είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία συμμετέχει σε κάθε Θεολογικό Διάλογο προκειμένου να προσφέρει την Αλήθεια, την οποία κατέχει.  Προσφέροντας την Αλήθεια η Ορθόδοξη Εκκλησία εδραιώνει αφενός την αυτοσυνειδησία της και αφετέρου επιβεβαιώνει την σωτηριολογική της προοπτική.  Ο θεολογικός διάλογος δεν είναι ένα σύγχρονο εφεύρημα στη ζωή της Εκκλησίας αλλά αποτελεί μία αρχαία πρακτική. Δεν μπορείς επίσης να είσαι Ορθόδοξος και να μην διαλέγεσαι.  Ο διάλογος με σκοπό την ανάδειξη της Αλήθειας και η επιθυμία για επίτευξη της ενότητας είναι χαρακτηριστικά της Ορθόδοξης Εκκλησίας.  Ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν κρύβει «εν οστρακίνοις σκεύεσι» τον θησαυρό της πίστης τον οποίο κατέχει.

Μέσω του διαλόγου επίσης παρέχεται η ευκαιρία στους ετεροδόξους να γνωρίσουν και να αναγνωρίσουν την αυθεντικότητα της εκκλησιαστικής παράδοσης, την αξία της πατερικής διδασκαλίας, τη λειτουργική εμπειρία και την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία συμμετέχει σε κάθε διάλογο χωρίς να αθετεί ποτέ την δογματική της διδασκαλία και παράδοση.

Ανεξάρτητα από την πορεία, τις δυσκολίες και την εξέλιξη του συγκεκριμένου Θεολογικού Διαλόγου θα πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψιν μας, ότι οι υπάρχουσες διαφορές δεν μπορούν να λυθούν έξω από το πλαίσιο του διαλόγου, αφού αποτελεί το μοναδικό και πρόσφορο μέσο για την επίλυσή τους.  Αυτό αποδεικνύει η ίδια η ιστορία της Εκκλησίας.

Ολόκληρη η εκκλησιολογική προβληματική των κοινών Θεολογικών Κειμένων έθεσε τις σταθερές βάσεις για να εξεταστεί το κατεξοχήν εκκλησιολογικό ζήτημα, ο ρόλος δηλαδή του επισκόπου Ρώμης στη ζωή της Εκκλησίας, με βάση τις αρχές και τις προϋποθέσεις της Αρχαίας Εκκλησίας και την κοινή παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο επίσκοπος Ρώμης δεν ήταν ο μόνος και αποκλειστικός «πρώτος» στη ζωή της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά ο primus interpares μεταξύ των λοιπών Πατριαρχών ενώ το «πρωτείο» του ήταν πάντοτε «πρωτείο τιμής» (honoris).

Επιπλέον, η μέχρι σήμερα συζήτηση στο συγκεκριμένο ζήτημα, με βάση τις παραπάνω εκκλησιολογικές αρχές, επιβεβαίωσε ότι ο επίσκοπος Ρώμης ήταν επίσκοπος μιας Τοπικής Εκκλησίας και όχι της Καθολικής – Παγκόσμιας Εκκλησίας,  η δε οποιαδήποτε αυθεντία η εξουσία του δεν υπήρχε ούτε ασκείτο ερήμην της συνόδου των Επισκόπων, έστω και αν ήταν «πρώτος» σ’ αυτήν, αφού ο 34ος Αποστολικός Κανόνας πάντοτε εφηρμόζετο.

Στο πλαίσιο του παρόντος Διαλόγου και εξαιτίας της συγκεκριμένης θεματολογίας δεν συζητούνται πλέον μόνο τα σημεία που ενώνουν τις δύο διαλεγόμενες παραδόσεις αλλά ήδη, με αργά και σταθερά βήματα, προχωρούν και στη συζήτηση και εξέταση και των υφιστάμενων διαφορών.

Ο συγκεκριμένος Θεολογικός Διάλογος συνέβαλε αποφασιστικά ώστε να αναδειχθούν και να καταστούν αποδεκτά από μέρους των Ρωμαιοκαθολικών αρκετά σημεία από την εκκλησιολογία της Αρχαίας Εκκλησίας τα οποία διεφύλαξε, ανέδειξε και προσέφερε ανόθευτα η Ορθόδοξη Εκκλησία μέσα από αυτόν τον Διάλογο.  Η υιοθέτηση του μυστηριακού και χαρισματικού χαρακτήρα της Εκκλησίας, η ευχαριστιακή κατανόηση λειτουργίας της ίδιας της δομής Της, η αποϊδεολογοποίηση της πίστης, η εκκλησιαστική ενότητα στο πρόσωπο του επισκόπου και το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, με βάση την ενότητα και κοινωνία στην πίστη, η κοινωνία στην πίστη, ως προϋπόθεση για την «κοινωνίαν εν τοις μυστηρίοις», η σχέση «πρωτείου» και συνοδικότητας στα πλαίσια της εκκλησιαστικής κοινωνίας και η θεώρηση της αυθεντίας ως διακονίας και όχι ως εξουσίας στα πλαίσια της εκκλησιαστικής διοίκησης, είναι μερικά από τα σημεία αποδοχής από μέρους των Ρωμαιοκαθολικών.

Θεωρώ ότι είναι απαραίτητη μία συνεχής αξιολόγηση της πορείας του συγκεκριμένου Θεολογικού Διαλόγου, με ειλικρίνεια και με επιδίωξη την «υπέρ της αληθείας» διακονία και όχι την «κατά της αληθείας» (Β  Κορ. 13,8) συνέχιση του παρόντος Διαλόγου, ώστε να προληφθούν τα αδιέξοδα και να συνεχίσουμε τον παρόντα Θεολογικό Διάλογο «εν αγάπη και αληθεία».

Ως γνωστόν:

Για το θέμα της «Τροποποιήσεως Κανονισμού εφημερίων και Διακόνων» θα εισηγηθεί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χαλκίδος κ. Χρυσόστομος και για το θέμα «Σχέδιον Κανονισμού περί Διοικητικής Διαδικασίας» ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ.

Σας ευχαριστώ.

 

 

 

κοινοποίηση άρθρου:

Share on facebook
Share on twitter
Share on pinterest
Share on email

Περισσότερα

Διαβάστε ακόμη

Καθολική Αρχιεπισκοπή Νάξου-Τήνου-Μυκόνου-Άνδρου και Μητρόπολη παντός Αιγαίου