Εγχειρίδιο για τις διαδικασίες αντιμετώπισης υποθέσεων κακοποίησης ανηλίκων
Η Ρωμαϊκή Σύνοδος για τη Διδασκαλία της Πίστεως δημοσίευσε ένα «Εγχειρίδιο οδηγιών» για να καθοδηγήσει, βήμα προς βήμα, εκείνους που πρέπει να προχωρήσουν στην εξακρίβωση της αλήθειας όταν ένας ανήλικος υφίσταται κακοποίηση από έναν κληρικό.
Πρόκειται για ένα Εγχειρίδιο οδηγιών το οποίο, σε 30 σελίδες και 9 κεφάλαια, απαντά στα κύρια ερωτήματα αναφορικά με ορισμένα διαδικαστικά σημεία για τη διαχείριση περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων που διαπράττονται από κληρικούς.
Επομένως, το Εγχειρίδιο δεν είναι ένα κανονιστικό κείμενο ή μια νέα νομοθεσία επί του θέματος, αλλά ένα εργαλείο που έχει σχεδιαστεί για να βοηθήσει τους εκκλησιαστικούς προϊσταμένους και τους νομικούς, οι οποίοι πρέπει να μεταφράσουν σε συγκεκριμένες δράσεις την κανονική νομοθεσία για τα “delicta graviora” (“βαρύτερα εγκλήματα”), τα οποία αποτελούν «για ολόκληρη την Εκκλησία μια βαθιά και οδυνηρή πληγή που ζητά να επουλωθεί». Η σύνταξη του Εγχειριδίου ζητήθηκε απο τους Προέδρους των κατά τόπους Ιερών Συνόδων της Ιεραρχίας κατά τη διάρκεια της συνάντησης για την προστασία των ανηλίκων στην Εκκλησία, που πραγματοποιήθηκε στο Βατικανό τον Φεβρουάριο του 2019, και παρουσιαζεται στην έκδοση με την ονομασία “1.0”, επειδή προβλέπεται να ενημερώνεται περιοδικά με βάση την τροποποίηση της τρέχουσας νομοθεσίας ή της πρακτική της Ρωμαϊκής Συνόδου για τη Διδασκαλία της Πίστεως.
Διαβάζουμε στο Εγχειρίδιο ότι «μόνο μια εμπεριστατωμένη γνώση του Νόμου και των προθέσεών του θα είναι σε θέση να προσδώσει τη δέουσα υπηρεσία στην αλήθεια και τη δικαιοσύνη, που πρέπει να επιζητούνται με ιδιαίτερη προσοχή στα θέματα των “βαρυτέρων εγκλημάτων” λόγω των βαθιών πληγών που αυτά προκαλούν στην εκκλησιαστική κοινωνία».
Νομικές πηγές αναφοράς
Τι καθορίζει κάτι ως έγκλημα, πώς γίνεται η προκαταρκτική έρευνα, ποιες είναι οι πιθανές ποινικές διαδικασίες, είναι μερικά από τα ερωτήματα που απαντώνται άμεσα και συγκεκριμένα, με συνεχείς αναφορές στους εν ενεργεία Κώδικες: στο Ιδιόβουλο “Sacramentorum Sanctitatis Tutela” του Ιωάννη-Παύλου Β’, του έτους 2001 και το οποίο επικαιροποιήθηκε από τον Βενέδικτο ΙΣΤ’ το 2010, και στο πιο πρόσφατο Ιδιόβουλο “Vos estis lux mundi”, που δημοσιεύθηκε το 2019 από τον Πάπα Φραγκίσκο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, επιπλέον, εξειδικεύονται οι διαφορές μεταξύ του Κώδικα Κανόνων για τις Ανατολικές Εκκλησίες και του Κώδικα Κανονικού Δικαίου για τη Λατινική Εκκλησία: για παράδειγμα, κατά τη διεξαγωγή μιας εξωδικαστικής ποινικής διαδικασίας – δηλ. διοικητικής, η οποία μειώνει τις διαδικαστικές διατυπώσεις για επιτάχυνση της δικαιοσύνης, αλλά διατηρεί ανέπαφες τις ίδιες εγγυήσεις – η Λατινική Εκκλησία δεν προβλέπει την παρουσία ενός Υποστηρικτή της δικαιοσύνης, ενώ για τις Ανατολικές Εκκλησίες αυτή η παρουσία είναι υποχρεωτική.
Υποδοχή, ακρόαση και συνοδεία του θύματος
Τέσσερις, ειδικότερα, είναι οι ανάγκες που προκύπτουν από το Εγχειρίδιο: πρώτον, η προστασία του ανθρώπινου προσώπου. Οι εκκλησιαστικές αρχές καλούνται να «δεσμευτούν έτσι ώστε το φερόμενο θύμα και η οικογένειά του να αντιμετωπίζονται με αξιοπρέπεια και σεβασμό». Πρέπει να τους προσφέρεται «υποδοχή, ακρόαση και συνοδεία, ακόμη και μέσω συγκεκριμένων υπηρεσιών, καθώς και πνευματική, ιατρική και ψυχολογική βοήθεια, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση». «Το ίδιο μπορεί να γίνει και για τον κατηγορούμενο», τονίζει το Εγχειρίδιο. Υπενθυμίζεται επίσης η σημασία της προστασίας της «καλής φήμης των εμπλεκόμενων ατόμων». Τονίζεται, πάντως, ότι σε περίπτωση κινδύνου του κοινού αγαθού, η διάδοση ειδήσεων σχετικά με την ύπαρξη κατηγορίας δεν συνιστά παραβίαση της καλής φήμης.
Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου
Ακόμη και αν «η διάπραξη του έγκληματος είναι πασιφανής», πρέπει να διασφαλίζεται πάντοτε στον κατηγορούμενο η άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισης. Ταυτόχρονα, στο κεφάλαιο 9, υπογραμμίζεται ότι από τη στιγμή που υπάρξει η ενημέρωση για ένα πιθανό έγκλημα, «ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για απαλλαγή από όλες τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με το καθεστώς του ως κληρικού, συμπεριλαμβανομένης της αγαμίας, και, ενδεχομένως, από κάθε θρησκευτικό όρκο». Αυτό το αίτημα πρέπει να υποβληθεί γραπτώς στον Ρωμαίο Ποντίφικα μέσω της Συνόδου για τη Διδασκαλία της Πίστεως. Επιπλέον, ο κατηγορούμενος μπορεί να προσφύγει στο “έκκλητον” κατά της ποινικής διαδικασίας ή να ασκήσει έφεση κατά της διοικητικής διαδικασίας, ενώ η απόφαση του Άκρου Ποντίφικος είναι αμετάκλητη.
Προσεκτική επαλήθευση οποιασδήποτε πληροφορίας
Μια δεύτερη πτυχή που προβάλλει από το Εγχειρίδιο είναι η ανάγκη για σχολαστική και ακριβή επαλήθευση τυχόν πληροφοριών που λαμβάνονται από έναν εκκλησιαστικό προϊστάμενο σχετικά με μια υποτιθέμενη περίπτωση κακοποίησης. Ακόμη και αν δεν έχει υπάρξει επίσημη καταγγελία, ακόμη και αν οι ειδήσεις διαδόθηκαν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών δικτύων (social media), ακόμη και αν η πηγή είναι ανώνυμη, το Εγχειρίδιο προτείνει την προσεκτική αξιολόγηση κάθε πληροφορίας που λαμβάνεται και την εμβάθυνσή της. Φυσικά, η ιερομυστηριακή σφραγίδα της Εξομολογήσεως παραμένει έγκυρη: σε αυτήν την περίπτωση, ο εξομολογητής θα πρέπει να πείσει τον μετανοούμενο να αναφέρει την υποτιθέμενη κακοποίησης μέσω άλλης οδού.
Το υπηρεσιακό απόρρητο και τα δημόσια ανακοινωθέντα
Η τρίτη πτυχή αφορά την επικοινωνία: σε πολλά σημεία του Εγχειριδίου υπενθυμίζεται η υποχρέωση σεβασμού του «υπηρεσιακού απορρήτου», ακόμη και αν, κατά την προκαταρκτική έρευνα, το φερόμενο θύμα και οι μάρτυρες «δεν δεσμεύονται της σιωπής σχετικά με τα γεγονότα». Ωστόσο, ζητείται να αποφεύγεται οποιαδήποτε «ακατάλληλη και αθέμιτη» διάδοση πληροφοριών στο κοινό, ειδικά κατά την προκαταρκτική φάση της έρευνας, προκειμένου να μην δοθεί η εντύπωση ότι έχουν ήδη προκαθοριστεί τα γεγονότα. Ταυτόχρονα, εξηγείται ότι εάν υπάρχει δικαστική κατάσχεση ή εντολή για την παράδοση των εγγράφων από τις Αρχές του Κράτους, η Εκκλησία δεν μπορεί πλέον να εγγυηθεί την εμπιστευτικότητα των κατασχεθέντων-παραδοθέντων εγγράφων. Στη συνέχεια, μια παράγραφος επικεντρώνεται στα δημόσια ανακοινωθέντα που γίνονται κατά τη διάρκεια μιας διεξαγόμενης έρευνας: σε αυτές τις περιπτώσεις, συνιστάται η προσοχή και η χρήση «ουσιωδών και φειδωλών μορφών στα ανακοινωθεντα», χωρίς «εντυπωσιακές ανακοινώσεις» και χωρίς να ζητείται συγνώμη εξ ονόματος της Εκκλησίας επειδή, κάνοντας αυτό, καταλήγουμε να προκαταβάλουμε την απόφαση για τα γεγονότα.
Συνεργασία μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους
Εν συνεχεία, ως τέταρτη πτυχή, τονίζεται η σημασία της συνεργασίας Εκκλησίας και Κράτους. Για παράδειγμα, τονίζεται ότι «ακόμη και αν δεν υπάρχει ρητή κανονιστική υποχρέωση, η εκκλησιαστική αρχή ας υποβάλλει καταγγελία στις αρμόδιες αστικές αρχές του Κράτους, όποτε θεωρεί ότι αυτό είναι απαραίτητο, για την προστασία του προσβεβλημένου ατόμου ή άλλων ανηλίκων από τον κίνδυνο περαιτέρω εγκληματικών πράξεων». Ταυτόχρονα, υπενθυμίζεται ότι «η έρευνα πρέπει να διεξάγεται σύμφωνα με τους αστικούς νόμους κάθε Κράτους».
Αποφυγή μεταθέσεων των εμπλεκομένων κληρικών
Τέλος, γίνονται άλλες συγκεκριμένες υποδείξεις. Η πρώτη αφορά τα προληπτικά μέτρα: αυτά δεν αποτελούν ποινή, αλλά είναι μια διοικητική πράξη που μπορεί να επιβληθεί ευθύς εξαρχής μιας διεξαγομένης έρευνας για την προστασία της καλής φήμης των εμπλεκομένων και του δημόσιου αγαθού ή για την αποφυγή σκανδάλου, την απόκρυψη αποδεικτικών στοιχείων ή πιθανών απειλών για το φερόμενο θύμα. Μόλις παύσουν οι ενεργοποιούσες αιτίες ή ολοκληρωθεί η διαδικασία, τα προληπτικά μέτρα μπορούν να ανακληθούν, αλλά προς αυτόν τον σκοπό συνιστάται «σύνεση και διάκριση» Η δεύτερη υπόδειξη αφορά τη χρήση της ορολογίας “suspensio a divinis” (“παύση από την τέλεση ιεροπραξιών”) για την απαγόρευση άσκησης των ιερατικών καθηκόντων που επιβάλλεται ως προληπτικό μέτρο σε έναν κληρικό: το Εγχειρίδιο προτείνει την «αποφυγή αυτής της ονομασίας» κατά τη φάση της προκαταρκτικής έρευνας, επειδή πρόκειται για μια ποινή που σε αυτή τη φάση «δεν μπορεί ακόμη να επιβληθεί». Τουναντίον, ας χρησιμοποιείται ο όρος “αναστολή ή απαγόρευση” άσκησης διακονίας. Επίσης κατά την προκαταρκτική έρευνα, ζητείται να αποφεύγονται οι μεταθέσεις του εμπλεκόμενου κληρικού.
————————-
Πηγή: Vatican News
Μετάφραση: π.Λ