«Εάν ο ιερέας σκέφτεται τα χρήματα θα καταλήξει τα ανίψια του να περιμένουν την κληρονομιά…»
Τα σημερινά αναγνώσματα διεγείρουν ένα προβληματισμό σχετικά με το ρόλο των ποιμένων του Χριστού, οι οποίοι θα γίνονται περισσότερο πιστικοί και άγιοι, όσο περισσότερο θα απομακρύνονται από τους πειρασμούς της εξουσίας και του χρήματος.
Σε αυτό το θέμα στάθηκε ο Πάπας Φραγκίσκος, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του σήμερα το πρωί στον Οίκο Santa Marta, αντλώντας έμπνευση, πρώτα απ’ όλα από την Επιστολή του Αγίου Παύλου προς τον Τιμόθεο (2Τιμ 4, 10-17), την αφιερωμένη στη μοναξιά των επαιτών και εκείνων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Αυτές τις σελίδες τις γεμάτες πόνο, τις έγραψε ο ίδιος ο «μέγας Παύλος», ο οποίος υπέφερε «τόσες δοκιμασίες», μόνο και μόνο για να ανοίξει τις πόρτες τις Εκκλησίας στους «ευγενείς».
Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του από τους Ρωμαίους, ο Άγιος Παύλος παραμένει προφανώς ανήμπορος, στις διαμάχες της νεογέννητης Εκκλησίας, «μεταξύ της ακαμψίας των Ιουδαίων και των πιστών μαθητών σε αυτόν». Όλα αυτά με μια αίσθηση «εσωτερικής θλίψης» αλλά ποτέ με «δυσφορία» ούτε με «πικρία».
Μια παρόμοια αγωνιώδης κατάσταση συνέβηκε και στον Πέτρο και στον «Ιωάννη Βαπτιστή», ο οποίος αφού έστειλε τους μαθητές του να ρωτήσουν τον Ιησού εάν αυτός είναι ο Μεσσίας, κατέληξε αποκεφαλισμένος από «καπρίτσιο μιας μπαλαρίνας και από εκδίκηση μιας μοιχαλίδας». Ο Άγιος Πατέρας αναφέρθηκε και στο παράδειγμα του Massimiliano Kolbe, που εκτελέστηκε μέσα σε ένα κελί ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης, αφού «είχε κάνει ένα αποστολικό κίνημα σε όλο τον κόσμο και τόσα πολλά και σπουδαία πράγματα».
Όταν ένας απόστολος, παρατήρησε ο Ποντίφικας, παραμένει πέρα ως πέρα πιστός, «δεν περιμένει διαφορετικό τέλος από εκείνο του Ιησού», αλλά ο Κύριος «δεν τον εγκαταλείπει και εκεί έγκειται η δύναμή του». Έτσι μεταφράζεται στην πραγματικότητα ο «Νόμος του Ευαγγελίου»: «εάν ο σπόρος του σιταριού δεν πεθάνει, δεν αποδίδει καρπούς». Αυτός είναι, υπενθύμισε ο Πάπας, ο τρόπος με τον οποίο πεθαίνουν οι «ιερομάρτυρες» ή οι «μάρτυρες του Ιησού»: Με το να γίνονται «σπόρος» που «δίνει καρπό και γεμίζει τη γη με νέους χριστιανούς».
Όταν ένα ποιμένας του Χριστού ζει μέσα στην «θλίψη» και στη σκιά του επικείμενου μαρτυρίου, «έχει τη βεβαιότητα ότι ο Κύριος είναι δίπλα του» και δεν ζει «πικραμένος», ούτε παρασύρεται από την επιθυμία για «εξουσία», «χρήματα» ή «επιβραβεύσεις».
Εάν ένας ιερέας είναι τόσο υλιστής, σε σημείο να συσσωρεύει χρήματα, τότε «ίσως τα ανίψια του, να περιμένουν να πεθάνει για να δουν τι μπορούν να πάρουν», δήλωσε ο Bergoglio με πικρή ειρωνεία.
Στη συνέχεια ο Φραγκίσκος επανέλαβε αυτό που ήδη έχει διηγηθεί σε άλλες ομιλίες ή κηρύγματα: «Όταν πάω να επισκεφθώ το γηροκομείο με τους ηλικιωμένους ιερείς βρίσκω πολλούς από αυτούς τους άξιους, άξιοι επειδή έδωσαν τη ζωή τους για τους πιστούς. Και είναι εκεί, άρρωστοι, παραπληγικοί, στην αναπηρική καρέκλα, αλλά αμέσως διακρίνει κανείς εκείνο το χαμόγελο». Υπουργοί του Θεού, άρρωστοι αλλά πιστοί, «επειδή αισθάνονται κοντά τους τον Κύριο», και με «τα φωτεινά τους μάτια» μοιάζουν να ρωτάνε «Πώς τα πάει η Εκκλησία; Πώς τα πάει Επισκοπή; Πώς τα πάνε οι κλήσεις;»
Στη συνέχεια και πάλι ο φυλακισμένος Άγιος Παύλος στο επίκεντρο του προβληματισμού του Πάπα: «Μόνος, επαίτης, θύμα οργής, εγκαταλειμμένος από όλους, εκτός από τον Κύριο Ιησού». Είναι ο «Καλός ποιμένας» που δίνει «ασφάλεια» αφού εάν κάποιος «ακολουθήσει το δρόμο του Ιησού, ο Κύριος θα είναι κοντά του έως το τέλος»
Εν κατακλείδι, ο Bergoglio προσευχήθηκε «για τους ποιμένες που βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους και που περιμένουν να τους πάρει μαζί του ο Κύριος»