Δύο πρότυπα εκκλησιολογίας στις Επιστολές του Αποστόλου ΠΑΥΛΟΥ και ο οικουμενικός διάλογος
πρώτο μέρος
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο επίσημος διάλογος μεταξύ της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τα τελευταία δέκα χρόνια, έχει επικεντρωθεί γύρω από το εκκλησιολογικό ζήτημα και πρόβλημα, το οποίο αποτελεί και την κυριότερη διαφορά μεταξύ των δύο Εκκλησιών.
Είναι γνωστό πως η Ορθόδοξη παράδοση, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει προβάλει σχεδόν αποκλειστικά τη συνοδική δομή της Εκκλησίας, ενώ η Δυτική Εκκλησία έχει υπερτονίσει τη «Monarchia Petri», το πρωτείο, δηλαδή, του Επισκόπου Ρώμης, τοποθετώντας, στην πράξη, τη Συνοδικότητα σε δευτερεύουσα θέση.
Ο θεολογικός διάλογος, που βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ των δύο Εκκλησιών, αναρωτιέται σχετικά με αυτόν τον προβληματισμό: Πρόκειται για δύο παραδόσεις αντιφατικές ή μήπως συμπληρωματικές; Μπορεί να υπάρχουν ταυτόχρονα, όχι μόνο σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, αλλά στα πλαίσια της παγκόσμιας Εκκλησίας, ο ένας και οι πολλοί, η συνοδική δομή και ένα παγκόσμιο πρωτείο, και να λειτουργούν αρμονικά και όχι ανταγωνιστικά;
Η προσπάθεια του διαλόγου που είναι σε εξέλιξη, συνίσταται στο να βρεθεί στην Αγία Γραφή και στην ιερά Παράδοση, ο τρόπος να συμφιλιωθούν αυτά τα δύο πρότυπα εκκλησιολογίας, αλλά και να τους δοθεί ένα από κοινού περιεχόμενο. Στο ντοκουμέντο της Ραβέννας (2007), τα δύο μέρη, κατέληξαν σε δύο κοινά σημεία:
1) την αναγκαιότητα να υπάρχει ένας «πρώτος», όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο, αλλά και σε παγκόσμιο, αλλά
2) ο «πρώτος», ωστόσο, να πρέπει να έχει πάντοτε υπ’ όψη του τους δύο πόλους.
Με άλλα λόγια, για τη Μικτή Επιτροπή του θεολογικού διαλόγου, μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά στο Σώμα της Εκκλησίας η Συνοδικότητα και ένας «πρώτος», ή αν προτιμούμε, ένας πρώτος που να κατέχει μια αυθεντία. Ωστόσο, ακόμη δεν έχει δοθεί μια ικανοποιητική λύση στη σημασία που οι δύο χριστιανικές παραδόσεις δίνουν σε αυτές τις δομές της Εκκλησίας, στο πρωτείο και στη Συνοδικότητα που βασίζεται στα κείμενα της Αγίας Γραφής.
Μέχρι τώρα, για να αντιμετωπίσουμε αυτόν τον προβληματισμό, είχαμε βασιστεί στα γνωστά ευαγγελικά κείμενα που αφορούν στον Απόστολο Πέτρο ξεχωριστά ή στους Αποστόλους συλλογικά, αναλόγως με το τι θέλει κανείς να υπερτονίσει, την Συνοδικότητα ή το πρωτείο.
Εντούτοις, στη βιβλική αντιμετώπιση αυτού του θέματος, έχουμε την εντύπωση, πως δεν έχει δοθεί αρκετά μεγάλη σημασία στη θεολογία του Αποστόλου Παύλου, κυρίως στη διδασκαλία του γύρω από τη σχέση Χριστού και Εκκλησίας και συγκεκριμένα στην εξίσωση: Εκκλησία ίσον Σώμα Χριστού. Νομίζουμε πως αυτή η διδασκαλία του Αποστόλου ενέπνευσε και τις δύο παραδόσεις, αλλά με διαφορετικούς τονισμούς, ανάλογα με το τι επιδιώκει, πάλι, να τονίσει κανείς, τη Συνοδικότητα ή το πρωτείο.
Όπως είναι γνωστό, η διδασκαλία περί «Σώματος Χριστού» δεν είναι ενιαία στις Επιστολές του Αποστόλου των Εθνών. Πράγματι, συναντάμε δύο διαφορετικές εκδοχές περί «Σώματος Χριστού», οι οποίες αντικατοπτρίζουν δύο διαφορετικά μοντέλα εκκλησιολογίας, μία στις Επιστολές προς Ρωμαίους, Κορινθίους και Γαλάτες και μια άλλη στις επιστολές προς Κολοσσαείς και Εφεσίους.
Μπορούμε να πούμε, σε πολύ γενικές γραμμές, ότι η πρώτη εμπνέει την ορθόδοξη παράδοση της Συνοδικότητας και η δεύτερη την καθολική διδασκαλία περί ενός παγκοσμίου πρωτείου μέσα στο ενιαίο Σώμα της Εκκλησίας. Εντούτοις και οι δύο αυτές θεωρήσεις αποτελούν μέρος της Αγίας Γραφής και της ιεράς Παρακαταθήκης. Παραμένει βέβαια το πρόβλημα της ερμηνείας αυτών των κειμένων.
Θα αναπτύξουμε αυτές τις δύο διδασκαλίες περί Σώματος Χριστού, που αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικά πρότυπα εκκλησιολογίας, από τα οποία εμπνέονται οι δύο χριστιανικές παραδόσεις και θα αφήσουμε την ερμηνευτική διαδικασία στους ειδικούς.
Μοντέλο πρώτο: Το «σώμα» του Χριστού ίσον εκκλησία
Το πρώτο πρότυπο Εκκλησίας το βρίσκουμε στις Επιστολές προς Κορινθίους, Ρωμαίους και Γαλάτες, στις οποίες ο Απόστολος Παύλος αναπτύσσει τη διδασκαλία ότι ο Αναστημένος Χριστός ταυτίζεται με την Εκκλησία.
Υπενθυμίζουμε μερικά κείμενα: «Αν και είμαστε πολλοί, αποτελούμε ένα σώμα εν Χριστώ κι ο καθένας είναι μέλος του άλλου» (Ρωμαίους 12, 4). «Πράγματι, όπως ένα είναι το σώμα και έχει πολλά μέλη και όλα τα μέλη του σώματος αν και είναι πολλά αποτελούν ένα σώμα, έτσι και ο Χριστός » (Α’ Κορινθίους 12,12).
Σ’ αυτά τα κείμενα, και σε άλλα παρόμοια, ο Απόστολος αναπτύσσει μια Εκκλησιολογία, που ταυτίζεται, κατά κάποιο τρόπο, με τη Χριστολογία. Για τον Απόστολο Παύλο, Χριστός ίσον Εκκλησία.
Όταν ο Απόστολος σε αυτές τις Επιστολές μεταχειρίζεται τι λέξη «σώμα» εμπνέεται σημειολογικά από την σημιτική κουλτούρα σε σχέση με τη σημασία της λέξης «σώμα».
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ «ΣΩΜΑ» ΣΤΗ ΣΗΜΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ
Για τους Εβραίους το σώμα δεν αποτελεί απλά ένα μέρος του ανθρώπου (ο κορμός σε σχέση με την κεφαλή), αλλά εκφράζει ολόκληρο τον άνθρωπο. Τον όρο «σώμα» οι Εβραίοι δεν τον μεταχειρίζονταν, ούτε τον αντιλαμβάνονταν σε αντιπαράθεση με τη ψυχή. Γι’ αυτούς, ο πλατωνικός διαχωρισμός ψυχή / σώμα είναι εντελώς ξένος.
Το σώμα είναι όλος ο άνθρωπος, στις σχέσεις του με τους άλλους και με τον κόσμο που τον περιβάλλει και στον οποίον είναι ενσωματωμένος. Όταν λοιπόν ο Απόστολος Παύλος διδάσκει ότι η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, ο ίδιος δηλώνει ότι η εκκλησιαστική κοινότητα αποτελεί για τον κόσμο των ανθρώπων την «ορατή» παρουσία του προσώπου του Αναστημένου. Η κοινότητα είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Αναστημένος Ιησούς διάλεξε να είναι παρών στην ιστορία, να έχει σχέσεις με τους ανθρώπους, να έρχεται σε επαφή με την ανθρωπότητα, να δρα στην ιστορία.
ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
Εμπνεόμενος από αυτή την έννοια του «σώματος», ο Απόστολος δεν ξεχωρίζει το Χριστό από τα μέλη του.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον, ποτέ, στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, ο όρος «σώμα Χριστού» δεν δηλώνει απλώς μια ηθική οντότητα που να περικλείει, πέραν του προσώπου του Χριστού, το σύνολο των πιστών που είναι ενωμένοι μαζί Του. Αντίθετα, ο Χριστός, μετά την Ανάστασή του, οντολογικά αποτελείται από τον ίδιο τον Ιησού και απ’ αυτούς που πιστεύουν σ’ αυτόν και που μαζί αποτελούν μια οντότητα, ένα μυστηριώδες «εγώ», το «σώμα του Χριστού».
Πρέπει λοιπόν να εννοήσουμε το σώμα του Χριστού όχι απλώς ως ηθικό, αλλά ως ένα πραγματικό σώμα, ένα πραγματικό ζωντανό οργανισμό με τον οποίο είμαστε στενά ενωμένοι κι επειδή είναι σώμα πνευματικό και ζωοποιό (Α’ Κορινθίους 15,45) μας μεταδίδει την ίδια τη ζωή του αναστημένου Χριστού.
Με την ανάστασή του, ο Χριστός, ο Ένας, γίνεται πολλοί, γίνεται Εκκλησία, και ως Εκκλησία συναντά τους ανθρώπους. Να γιατί ο Απόστολος, απευθυνόμενος στους Κορινθίους, διαιρεμένους σε ομάδες (βλ. Α’ Κορ.1,11-12), τους θέτει μπροστά στη βαθιά πραγματικότητα την οποία καταπατούν και θέτει τη δραματική ερώτηση: «Διαμοιράστηκε λοιπόν ο Χριστός;» (Α’ Κορ.1,13). Δεν λέει: «Διαμοιράστηκε λοιπόν η κοινότητα;», αλλά «ο Χριστός».
Η Εκκλησία λαβαίνει την ενδόμυχη πραγματικότητά της από τον αναστημένο Ιησού που την διαπερνά και την υπερβαίνει. Η Εκκλησία είναι η πιο ουσιαστική παρουσία Του, το σώμα Του.
ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Αυτό το θαύμα με το οποίο γινόμαστε «σώμα Χριστού» έχει την πρωταρχική του βάση στο μυστήριο του βαπτίσματος, με το βάπτισμα ο πιστός γίνεται «Χριστός».
«Δεν υπάρχει πια Ιουδαίος και ειδωλολάτρης, δεν υπάρχει δούλος και ελεύθερος, δεν υπάρχει άνδρας και γυναίκα. Όλοι σας είστε ένας, εν Ιησού Χριστώ» (Γαλ. 3,28).
Στο κείμενο αυτό, ο Απόστολος Παύλος υπογραμμίζει κυρίως τον όρο «Χριστός». Με την έκφραση αυτή προβάλλει μια βαθιά προσωπική σχέση ανάμεσα στους βαπτισμένους και στον Αναστημένο Χριστό. Όποιος είναι, υπάρχει «εν Χριστώ», βρίσκεται υπό τη ζωτική και μεταμορφωτική επίδρασή Του, που τον καθιστά «καινή κτίση» (Β’ Κορινθίους 5,17), και κατέχει ήδη βαθιά μέσα του τη Ζωή την αιώνια, που είναι η ίδια η ζωή του αναστημένου Χριστού.
Από την άλλη πλευρά, για τον Απόστολο, το να είναι κανείς «εν Χριστώ», είναι συνώνυμο με το να είναι κάποιος ενσωματωμένος στο Σώμα του, που είναι η κοινότητα των πιστών. Ο Απόστολος Παύλος δε διασπά ποτέ την ενότητα των πιστών με το Χριστό, ούτε την ενότητα μεταξύ τους. Η ενότητα με τον Χριστό, συνεπάγεται για τους χριστιανούς και την μεταξύ τους ενότητα. Για τον Απόστολο Παύλο, δεν υπάρχει μια ατομική σχέση με το Χριστό, αλλά μια σχέση συλλογική ή «εκκλησιαστική». Τώρα πια η προσωπική σχέση με το Χριστό ταυτίζεται με την κοινωνικό – εκκλησιολογική πραγματικότητα, δηλαδή με την Εκκλησία.
ΠΝΕΥΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Η ενότητα των χριστιανών με το Χριστό και μεταξύ τους πραγματοποιείται στο Βάπτισμα με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος: «Κι εμείς όλοι, είτε Ιουδαίοι είτε Έλληνες, είτε δούλοι είτε ελεύθεροι, γίναμε με το βάπτισμα δια του ενός Πνεύματος ένα σώμα, και όλοι ποτιστήκαμε από ένα και το αυτό Πνεύμα» (Α’ Κορ. 12,13).
Στο κείμενο αυτό είναι τόσο μεγάλη η ενότητα μεταξύ των μελών του σώματος, ώστε να ξεπερνιούνται οι διαφορές φύλου, εθνότητας, κοινωνικής κατάστασης, και όλοι να γίνονται ένα «εν Αγίω Πνεύματι». Εδώ ο Απόστολος θέλει να υπογραμμίσει τον όρο «Πνεύμα».
Το Άγιο Πνεύμα είναι Αυτό που ενώνει τον Έναν με τους πολλούς και τους καθιστά ένα και μοναδικό Σώμα, το Σώμα δηλαδή του Χριστού.
Το Άγιο Πνεύμα αποτελεί, λοιπόν, το σύνδεσμο που ενώνει το Χριστό με τους βαπτισμένους, αλλά και το δεσμό που ενώνει τους πιστούς μεταξύ τους, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ξεπερνιούνται ακόμη και οι αντιθέσεις που οφείλονται στη διαφορά φύλου ή κοινωνικής υπόστασης. Το ρήμα «ποτιστήκαμε» φαίνεται ότι είναι μια διακριτική αναφορά στην Αγία Ευχαριστία. Κάτι που είναι πιθανόν, αν ο Παύλος είχε στο νου του την Ευχαριστία, που ήδη την εποχή εκείνη, ακολουθούσε αμέσως μετά την τελετή του βαπτίσματος.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
«Όταν πίνουμε το ποτήριο της ευχαριστίας, το οποίο ευλογούμε, δεν κοινωνούμε με το αίμα του Χριστού; Κι ο άρτος που τεμαχίζουμε, δεν είναι κοινωνία με το σώμα του Χριστού; Όπως ο άρτος είναι ένας, έτσι κι εμείς αποτελούμε ένα σώμα, αν και είμαστε πολλοί, γιατί όλοι τρώμε από τον ίδιο άρτο» (Α’ Κορινθίους 10,16-17).
Οι μελετητές της Αγίας Γραφής συμφωνούν, βεβαιώνοντας ότι ο Απόστολος Παύλος υιοθέτησε αυτήν την ταύτιση, εμπνεόμενος από την τέλεση της Ευχαριστίας ως «σύναξη» των πιστών. Απ’ αυτή την εμπειρία κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι το Σώμα του Ευχαριστιακού Χριστού ήταν το ίδιο με το «Εκκλησιαστικό» του Σώμα. Μπορούσε έτσι να αναγνωρίσει την Ευχαριστιακή φύση της Εκκλησίας και να ταυτίσει την κοινότητα με το Σώμα του Χριστού, με το οποίο, η ίδια ούτως ή άλλως τρεφόταν.
Ο Παύλος μιλάει πρώτα για το ποτήριο και κατόπιν για τον άρτο για να το συνδέσει με το σώμα, που ήταν ο όρος που χρησιμοποιούσαν οι χριστιανοί για να αναφερθούν ταυτόχρονα στην Ευχαριστία και στην εκκλησιαστική κοινότητα. Ο Απόστολος θεωρεί την κοινότητα ως Σώμα του Χριστού, όπως ακριβώς Σώμα του Χριστού, είναι ο Ευχαριστιακός άρτος. Έτσι οι χριστιανοί, μεταλαβαίνοντας τον Ευχαριστιακό άρτο – το Σώμα του Χριστού – οι πολλοί γίνονται ένας, δηλαδή γίνονταν ο Χριστός στο Σώμα του.
Ο Απόστολος, χρησιμοποιώντας για την κοινότητα τον όρο «σώμα», δεν εννοεί μια απλή συνάθροιση πιστών, ένα κάποιο κοινωνικό σώμα, αλλά ένα μοναδικό συλλογικό «εγώ». Αυτό ακριβώς το Σώμα του εσταυρωμένου και αναστημένου Χριστού, ο οποίος, χάρη στο θάνατο και την ανάστασή του, θέλησε να γίνει ένας με τα αδέλφια του. Η τόλμη του Παύλου συνίσταται ακριβώς στο να ταυτίζει αυτό το ατομικό Σώμα του Χριστού με την Κοινότητα και τη συλλογική ύπαρξη με την Ευχαριστία.
Μπορούμε, κατά κάποιο τρόπο, να κατανοήσουμε πως είναι δυνατό να πραγματοποιείται αυτό το θαύμα, αν σκεφτούμε με ποιο τρόπο ο Χριστός στην Ευχαριστία κατέχει μια «πνευματική» ύπαρξη. Άλλωστε ως Αναστημένος, έγινε «πνεῦμα ζωοποιοῦν» (Βλ. Α’ Κορινθίους 15, 45) και γι’ αυτό μπορεί να «αφομοιώσει» στον εαυτό του τα μέλη του αφού πλέον δεν περιορίζεται από το χρόνο και το χώρο.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ «ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ» ΕΙΝΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ Η ΤΟΠΙΚΗ ΚΑΙ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
Όταν ο Παύλος μιλάει για την κοινότητα ως Σώμα Χριστού, έχει πάντα στο νου του, μια συγκεκριμένη κοινότητα και δεν πρόκειται ποτέ για κάτι το αφηρημένο. Ας μη ξεχνάμε: στην εποχή του Παύλου, η κοινότητα συναθροιζόταν συνήθως, σε ιδιωτικά σπίτια που μπορούσαν να φιλοξενήσουν κατ’ ανώτατο όριο περί τα είκοσι άτομα.
Όχι σπάνια λοιπόν, η τοπική κοινότητα είχε τις διαστάσεις μιας οικογένειας, ήταν πραγματικά μια «κατ’ οίκον Εκκλησία», όπου συναντιόνταν για να βρεθούν μαζί και να τελέσουν την Ευχαριστία, Ιουδαίοι, χριστιανοί και μεταστραφέντες ειδωλολάτρες, πλούσιοι που έθεταν σε κοινή διάθεση ένα μέρος από τα υπάρχοντά τους, φτωχοί που μπορούσαν να χορτάσουν από τις προσφορές των πλουσίων, δούλοι και αφεντικά, γονείς και παιδιά. Απ’ αυτή τη σύναξη, με σκοπό να τελέσουν την Ευχαριστία, γεννιόταν συγκεκριμένα η Εκκλησία και αποκτούσε κανείς, πραγματικά, την εμπειρία της Εκκλησίας.
Ωστόσο, η Μία και Καθολική Εκκλησία, δεν αποτελείται από το σύνολο των πολλών τοπικών Εκκλησιών, αλλά η παγκόσμια Εκκλησία είναι παρούσα ολόκληρη σε κάθε τοπική Εκκλησία. Και μάλιστα η καθολικότητα της Εκκλησίας αρχίζει ήδη όταν δύο ή τρεις είναι συναθροισμένοι με τέτοιο τρόπο που ο Χριστός και όχι ένα ομοίωμά του, είναι παρών εν μέσω αυτών.
Δύο ή τρεις πιστοί, ενωμένοι στο όνομα του Χριστού, είναι ήδη το Σώμα του, επειδή ο Χριστός είναι παρών « πραγματικά, ολοκληρωτικά, αδιαίρετα».
Όπως οι πολλοί γίνονται ένα εν Χριστώ, χωρίς να χάσουν την μοναδικότητά τους, έτσι και κάθε τοπική εκκλησία εν Χριστώ, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, γίνεται το σώμα του Χριστού, χωρίς να απορροφηθεί η μοναδικότητα της: η κάθε τοπική εκκλησία αποτελεί το Σώμα του Χριστού, αλλά επειδή δεν υπάρχει μόνο μια τοπική εκκλησία, αλλά πολλές, επίσης όλες μαζί οι τοπικές εκκλησίες είναι το Σώμα του Χριστού, χωρίς να πάψουν να αποτελούν και από μόνες τους τη μία, αγία, καθολική και αποστολική εκκλησία. Αυτό είναι δυνατό, καθώς το σώμα του Χριστού που μας ενώνει, είναι ο Αναστημένος Χριστός, που έχει ξεπεράσει τους περιορισμούς που προέρχονται από το χώρο και το χρόνο.
Στο επόμενο κείμενο μας, θα αναπτύξουμε το δεύτερο πρότυπο εκκλησιολογίας του Αποστόλου Παύλου: την διάκριση μεταξύ Κεφαλής (ο Χριστός) και του σώματος (η Εκκλησία).
+ Ιωάννης Σπιτέρης Αρχιεπίσκοπος