Διάλογος με την Κίνα: Αποστολική διαδοχή και νομιμοποίηση των Επισκόπων
Η διαδρομή νομιμοποίησης των κινέζων Επισκόπων που χειροτονήθηκαν χωρίς εντολή του Πάπα δεν είναι μια ψυχρή γραφειοκρατική πράξη, αλλά είναι από μόνη της μια πορεία γνήσιας και βαθιάς εκκλησιαστικής διάκρισης. Αυτό το άρθρο συνεχίζει το θέμα του προηγούμενου κειμένου σχετικά με το ζήτημα της νομιμοποίησης σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο και της πολιτικής αναγνώρισης των επισκόπων.
Η Καθολικότητα δεν πρέπει να γίνεται κατανοητή υπό μια τετριμμένη γεωγραφική ή θεσμική έννοια, αλλά υπό την έννοια της ακεραιότητας της πίστεως και της διδασκαλίας και της πιστότητας στην Παράδοση σε πλήρη κοινωνία. Η βαθιά έννοια της Καθολικότητας αγγίζει τις καρδιές και τις ψυχές: Καθολική είναι εκείνη η πορεία προς την οργανική ενότητα ικανή να συμφιλιώσει εν Χριστώ τη διαφορετικότητα. Ως εκ τούτου, η τοπική Εκκλησία είναι δομημένη γύρω από την ευχαριστιακή τελετή ολόκληρου του λαού του Θεού, υπό την ηγεσία του Επισκόπου, ο οποίος περιβάλλεται από τους πρεσβύτερους και είναι βοηθούμενος από τους διακόνους.
Με αυτή την έννοια, η Καθολική Εκκλησία υπάρχει όπου υπάρχει μια τοπική Εκκλησία της οποίας ο επίσκοπος είναι σε κοινωνία με τον Επίσκοπο της Ρώμης, ο οποίος προΐσταται της φιλανθρωπίας όλων των τοπικών Εκκλησιών που είναι διασκορπισμένες σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή είναι η εγγύηση της «καθολικής» ενότητας της τοπικής Εκκλησίας. Αν, αντιθέτως, αυτός ο Επίσκοπος δεν «γεννηθεί» σε κοινωνία με τον Επίσκοπο της Ρώμης και δεν εκφράζει αυτή την κοινωνία στην καθημερινή δράση του, τότε υπάρχουν πολύ σοβαρά
προβλήματα. Γι αυτό το λόγο, το Κανονικό Δίκαιο θεσπίζει σοβαρές κυρώσεις τόσο για τον επίσκοπο ο οποίος παραχωρεί επισκοπική χειροτονία χωρίς αποστολική εντολή όσο και για εκείνον που την λαμβάνει. Αυτή η χειροτονία αντιπροσωπεύει, πράγματι, μια οδυνηρή πληγή στην εκκλησιαστική κοινωνία και μια σοβαρή παραβίαση της κανονικής πειθαρχίας. Η πορεία της νομιμοποίησης των κινέζων επισκόπων που χειροτονήθηκαν χωρίς την εντολή του Πάπα δεν είναι και δεν μπορεί επομένως να είναι, μια ψυχρή γραφειοκρατική πράξη, αλλά είναι από μόνη της μια πορεία γνήσιας και βαθιάς εκκλησιαστικής διάκρισης, με στόχο να αξιολογήσει κατά πόσο υπάρχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την επανεισδοχή του επισκόπου σε πλήρη καθολική κοινωνία.
Αυτή η πορεία ξεκινά από το σαφές και ειλικρινές αίτημα συγχώρεσης προς τον Άγιο Πατέρα, το οποίο θα πρέπει να επαναληφθεί συχνά από τον ενδιαφερόμενο. Μετά ακολουθεί: – η αξιολόγηση του Πάπα και τελικά η συγχώρεση που του παραχωρείται – η απαλλαγή από τις κυρώσεις που προβλέπονται από το κανονικό δίκαιο (κυρίως τον αφορισμό) στις οποίες υπόκειται ο επίσκοπος που έχει προκύψει και οι οποίες προβλέπονται από τον νόμο της Εκκλησίας για να τον ωθήσουν να μετανοήσει, – η μυστηριακή άφεση των αμαρτιών, – η αποκατάσταση σε πλήρη κοινωνία, – η παραδοχή από μέρους του ιεράρχη εσωτερικών στάσεων και δημόσιας συμπεριφοράς που εκφράζουν την κοινωνία, – σχεδόν πάντα, ένα ποιμαντικό μήνυμα. Επίσης δεν είναι δευτερευούσης σημασίας και η αποδοχή τουεπισκόπουαπό μέρους της κοινότητας των πιστών,ο οποίος έχει λάβει τη συγχώρεση και έχει νομιμοποιηθεί, ο οποίος αποστέλλεται σε αυτούς ως ποιμένας: Αυτό απαιτεί από ολόκληρη την κοινότητα μια συνεισφορά προσευχής, επαγρύπνησης, υπακοής και συνεργασίας για την προώθηση της κοινωνίας.
Η διαδρομή της συμφιλίωσης, που προβλέπεται με ιδιαίτερους τρόπους στην περίπτωση των παράνομων επισκόπων, αποτελεί μέρος της φυσιολογικής πρόβλεψης της ζωής της Εκκλησίας κάθε φορά που συμβαίνουν καταστάσεις τραυματικές για την εκκλησιαστική κοινωνία. Όσον αφορά στην περίπτωση της Κίνας, εξάλλου, η νομιμοποίηση των Επισκόπων δεν αποτελεί κάτι το νέο σήμερα: Έχει ήδη συμβεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, παρόλο που δεν είναι κοινά αποδεκτό. Στη διαδικασία νομιμοποίησης των επισκόπων, όπως είναι προφανές, υπάρχουν και πολιτικές επιπτώσεις, κατά τις οποίες ωστόσο, ορισμένες εκτιμήσεις γεγονότων αποκτούν τέτοια έμφαση που μερικές φορές γίνονται κεντρικής σημασίας.
Από τη μια πλευρά, το πολιτικό κείμενο της νομιμοποίησης και από την άλλη, η έλλειψη κατανόησης ποιμαντικής σημασίας των ποινών του κανονικού δικαίου, έχουν προκαλέσει σε μερικές περιπτώσεις, σύγχυση και αμηχανία σε ορισμένους παρατηρητές καθώς και σε ορισμένα μέλη της Εκκλησίας. Ορισμένοι τομείς της «παράνομης» κοινότητας, πράγματι, δεν αποδέχονται καλόκαρδα την πρακτική της νομιμοποίησης των Επισκόπων, η οποία έγινε ρητά επιθυμητή από τον Πάπα Άγιο Ιωάννη Παύλο Β΄. Εκείνοι έβλεπαν με τη νομιμοποίηση τον κίνδυνο, αυτή να ερμηνευτεί ως μια «επίσημη» υποστήριξη στην «επίσημη» κοινότητα και στην κυβερνητική πολιτική. Ωστόσο, δεν έλειψαν ποτέ και οι διαφοροποιημένες φωνές εκ μέρους της «παράνομης» κοινότητας, υπέρ της νομιμοποίησης. Εκείνη την εποχή, ένας «παράνομος» Επίσκοπος, ενημερωμένος σχετικά με τις διαπραγματεύσεις με τις κυβερνητικές αρχές, εξέφρασε δημόσια την εκτίμησή του για τον Πάπα Άγιο Ιωάννη Παύλο Β΄, ότι «άνοιξε την καρδιά του Χριστού και δέχθηκε πολλούς επισκόπους της επίσημης κοινότητας» και εργάστηκε για να διαφυλάξει την ενότητα και την κοινωνία της Εκκλησίας της Κίνας.
Κατά την παρούσα στιγμή, παρά το γεγονός ότι το ζήτημα της νομιμοποίησηςτης Κίνας φαίνεται να αφορά λίγες περιπτώσεις επισκόπων, θα πρέπει να εξεταστεί ένα κύμα διαφωνίας με διαφορετικά κίνητρα. Θα πρέπει ωστόσο, να παραμείνουμε σταθεροί για όλους στο γεγονός ότι στην Κίνα, μόνο γύρω από έναν νόμιμο και αναγνωρισμένο επίσκοπο μπορεί κανείς να αρχίσει να ανασυνθέτει τον εκκλησιαστικό ιστό της επισκοπικής διοίκησης.
Μετάφραση: ρφ