ΔΙΑΛΟΓΟΣ Ή ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ;
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αυτές τις ημέρες, είμαστε όλοι σοκαρισμένοι από τις επιθέσεις που συνέβησαν στη Νίκαια, στη Λυών και στη Βιέννη.
Σε μία εποχή που κυριαρχεί η βία, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και η τρομοκρατία, που, συχνά, βρίσκει τη δικαιολογία της στη «θέληση του Θεού», οι μεγάλες θρησκείες καλούνται να αναρωτηθούν, με ποιον τρόπο θα μπορέσουν να αντιδράσουν σε αυτά τα φαινόμενα.
Οι πιο συχνές φονικές επιθέσεις από φονταμενταλιστές μουσουλμάνους, σε εκκλησίες και όχι μόνο, μπορούν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι υπάρχει μια σύγκρουση πολιτισμών και θρησκειών. Μερικοί, μπροστά σ’ αυτήν την τυφλή φονική βία, μπορεί αυθόρμητα να φανερώσουν αισθήματα γενικής καταδίκης ενάντια σε μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων: Μουσουλμάνος ίσον τρομοκράτης.
Επίσης, σε μερικά μέρη, υπάρχει μια αναζωπύρωση του αντισημιτισμού. Εμείς ως χριστιανοί δεν μπορούμε να πέσουμε στην παγίδα ούτε ενός αντί ισλαμισμού, αλλά και ούτε ενός, έστω και κεκαλυμμένου, αντισημιτισμού.
Σε ότι αφορά στον Οικουμενισμό, δηλαδή στο διαχριστιανικό διάλογο, η αποκατάσταση της ενότητας και η προαγωγή της, μεταξύ όλων των χριστιανών, αποτέλεσε έναν από τους κύριους σκοπούς της Β’ Βατικανής Συνόδου και μία από τις σημαντικότερές της επιδιώξεις.
Η Σύνοδος ωστόσο, ασχολήθηκε και με τις άλλες θρησκείες. Πράγματι, δημοσίευσε ένα από τα πιο σπουδαία ντοκουμέντα που αφορά στις σχέσεις των καθολικών με τους μη χριστιανούς, κυρίως με τους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους, αλλά και τις άλλες γνωστές θρησκείες. Πρόκειται για τη «Δήλωση για τις Σχέσεις της Εκκλησίας με τις μη Χριστιανικές Θρησκείες»: Nostra Aetate (Στην εποχή μας). Δημοσιεύτηκε στις 28 Οκτωβρίου 1965, ακριβώς 55 χρόνια πριν. Αυτή η συγκυρία, μας ώθησε στο να κάνουμε μνεία στο παρόν εβδομαδιαίο κείμενο.
Αλλά την ίδια χρονιά, στις 7 Δεκεμβρίου 1965, η Β’ Σύνοδος του Βατικανού ενέκρινε και ένα άλλο σπουδαίο και επαναστατικό ντοκουμέντο αναφορικά με τα προηγούμενα δεδομένα της Καθολικής Εκκλησίας, τη «Δήλωση για τη Θρησκευτική ελευθερία», «Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου = Dignitatis humanae (= DH). Σ’ αυτό, η Καθολική Εκκλησία, με κάποια καθυστέρηση έναντι του διαφωτισμού, διακηρύττει ότι η θρησκευτική ελευθερία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελευθερία της συνείδησης και αυτή με τα βασικά δικαιώματα και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Μετά από αυτά τα δύο σπουδαία ντοκουμέντα, ζητήματα όπως η θρησκευτική ελευθερία και ο διάλογος με τις άλλες θρησκείες, απέκτησαν μία νέα δυναμική που, εν μέρει, επηρέασε την συμπεριφορά της Καθολικής Εκκλησίας απέναντι στους θρησκευτικά διαφορετικούς από αυτήν. Βέβαια μια νοοτροπία αιώνων δεν μπορεί να αλλάξει εντελώς και για όλους μέσα σε λίγες δεκαετίες. Υπήρξαν και υπάρχουν ακόμη και τώρα αντιδράσεις στα πλαίσια της Καθολικής Εκκλησίας σ’ ότι αφορά στον οικουμενισμό και τον διάλογό της με τις άλλες θρησκείες. Μη ξεχνάμε το σχίσμα που προκάλεσε ο Επίσκοπος Lefèvres και οι οπαδοί του, αρνούμενοι να αποδεχθούν τη διδασκαλία της Συνόδου, σχετικά με την ελευθερία της συνείδησης και το διαθρησκευτικό διάλογο. Αυτό το σχίσμα, έως σήμερα, δεν έχει απορροφηθεί από το σώμα της Καθολικής Εκκλησίας.
ΣΕ ΤΙ ΣΥΝΙΣΤΑΤΑΙ Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Η θρησκευτική ελευθερία «συνίσταται στο ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να είναι απαλλαγμένοι από τον εξαναγκασμό, είτε αυτός προέρχεται από συγκεκριμένα άτομα, είτε από κοινωνικές ομάδες, είτε από οποιαδήποτε ανθρώπινη εξουσία· έτσι ώστε στα θρησκευτικά θέματα κανένας να μην εξαναγκάζεται να ενεργεί ενάντια στη συνείδησή του ούτε να εμποδίζεται να ενεργεί, μέσα στα σωστά όρια, σύμφωνα με την ίδια αυτή συνείδηση, τόσο ιδιωτικά όσο και δημόσια, μόνος ή συλλογικά με τους άλλους» (Dignitatis Humanae, 2). Το δικαίωμα αυτό «δεν θεμελιώνεται στις υποκειμενικές διαθέσεις του ανθρώπου, αλλά εις στην ίδια τη φύση του ανθρώπου και την αξιοπρέπειά» του που τον ωθεί να δέχεται ελεύθερα τη θεϊκή αλήθεια «όπως αυτή γίνεται γνωστή, είτε από τη θεϊκή Αποκάλυψη είτε από την ίδια την ανθρώπινη λογική» (DH, 2). Η ελευθερία είναι δώρο του Θεού, δοσμένο στον άνθρωπο πλασμένο κατ’ εικόνα Του.
«Δεν πρέπει, λοιπόν, κανείς να εξαναγκάζεται να ενεργεί ενάντια στη συνείδησή του. Αλλά ούτε και να εμποδίζεται να ενεργεί σύμφωνα με τη συνείδησή του, ιδιαίτερα στα ζητήματα της θρησκείας» (DH, 4).
Η Σύνοδος καλεί τις κυβερνήσεις να αναγνωρίσουν νομικά, τη θρησκευτική ελευθερία, διότι αποτελεί και πολιτικό δικαίωμα. Όχι μόνο, η νομοθεσία των κρατών πρέπει να αναγνωρίζει το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και της συνείδησης, αλλά επίσης και να προστατεύει αυτό το δικαίωμα από κάθε εξωτερική απειλή. Πράγματι, «η προστασία και η προαγωγή των απαραβίαστων δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί ουσιαστικό καθήκον για κάθε πολιτική εξουσία» (DH αρ. 6). «Αποτελεί, λοιπόν, προσβολή για τον άνθρωπο και για την ανθρώπινη τάξη που ορίστηκε από το Θεό, το να αρνηθεί κανείς την ελεύθερη άσκηση της θρησκείας μέσα στην κοινωνία, εφόσον επικρατεί πραγματική δημόσια τάξη» (DH, 3).
Μη ξεχνάμε πως την εποχή εκείνη, αρκετά κράτη σε ολόκληρο τον κόσμο, βρίσκονταν κάτω από τον κομουνιστικό ζυγό και αρνιόνταν, στη θεωρία και στην πράξη τη θρησκευτική ελευθερία για εκατομμύρια ανθρώπων.
Το αντικείμενο και η βάση της θρησκευτικής ελευθερίας σχετίζεται άμεσα με τη σχέση του ανθρώπου προς τον ίδιο το Θεό, αλλά και την κοινωνική φύση του ανθρώπου, που του επιβάλλει να εκφράζει δημόσια τις εσωτερικές, θρησκευτικές του πεποιθήσεις, κυρίως όταν αυτές εκδηλώνονται με τρόπο κοινωνικό, μέσα σε μια θρησκευτική κοινότητα η οποία για να λειτουργεί έχει ανάγκη από εξωτερικές δομές (αναγνωρισμένη νομική υπόσταση, τόποι και τρόποι λατρείας…).
Η Σύνοδος, όχι μόνο διεκδικεί τη θρησκευτική ελευθερία για την ίδια την Καθολική Εκκλησία, αλλά και η ίδια αναλαμβάνει την υποχρέωση να σέβεται την ελευθερία των υπόλοιπων θρησκευτικών κοινοτήτων, έστω κι αν αυτές αποτελούν μειονότητες μέσα σε μια Καθολική πλειοψηφία. Για την υπεράσπιση της θρησκευτικής ελευθερίας καλεί επίσης την κρατική εξουσία να πράξει το ίδιο, αλλά ακόμη περισσότερο: «Η προστασία και η προαγωγή των απαραβίαστων δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί ουσιαστικό καθήκον για κάθε πολιτική εξουσία… Οφείλει, λοιπόν, η πολιτική εξουσία να φροντίζει για τη νομική ισότητα όλων των πολιτών, η οποία ανήκει επίσης στο κοινό καλό της κοινωνίας, ώστε η ισότητα αυτή να μη θίγεται ποτέ, φανερά ή κρυφά, από θρησκευτικά αίτια, και να μη γίνονται θρησκευτικές διακρίσεις μεταξύ των πολιτών» (DH, 6).
Ωστόσο, αν η Εκκλησία διεκδικεί το δικαίωμα της ελευθερίας, δεν το κάνει για να θριαμβολογεί ή για να ασκεί μια εξουσία ανταγωνιστική με αυτή του κράτους, αλλά απαιτεί τόση ελευθερία «όση χρειάζεται για να φροντίζει τη σωτηρία των ανθρώπων» (DH, 13).
Αναγνωρίζοντας το δικαίωμα όλων των ανθρώπων και όλων των κοινοτήτων να πιστεύουν και να ομολογούν τη θρησκεία τους ελεύθερα και ανεπηρέαστα, οι λαοί διαφόρων πολιτισμών, θρησκειών και χαρακτηριστικών, ενώνονται και αυξάνεται η συνείδηση της προσωπικής ευθύνης του καθενός.
Όλα αυτά σήμερα, μπορούν να φανούν αυτονόητα, αλλά αν σκεφθούμε, πως ένα αιώνα πριν, ο Πάπας Πίος ο Θ’ είχε καταδικάσει την πρόταση «ο καθένας είναι ελεύθερος να ακολουθεί τη συνείδησή του», πρέπει τότε να αναγνωρίσουμε μεγάλο θάρρος στους Επισκόπους αυτής της Συνόδου.
Ωστόσο, από τη διακήρυξη αυτών των αρχών, σχετικά με την ελευθερία της συνείδησης και της θρησκείας, προκύπτουν άμεσα δύο προβλήματα που απασχόλησαν τότε όχι μόνο τη Σύνοδο, αλλά και την μετέπειτα συζήτηση μεταξύ των θεολόγων: ποια είναι τα όρια της θρησκευτικής ελευθερίας; Η Εκκλησία έχει το δικαίωμα να αναγγείλει στα έθνη το Ευαγγέλιο ή μήπως αυτό αποτελεί εκβιασμό της ελευθερίας της συνείδησης; Από αυτό το τελευταίο προβληματισμό προκύπτει και ένα άλλο ζητούμενο: Από τη στιγμή που αναγνωρίζεται η ανάγκη της θρησκευτικής ελευθερίας για όλους τους ανθρώπους θα μπορούσε κάποιος να βγάλει το συμπέρασμα πως όλες οι θρησκείες είναι ίδιες και έτσι ο θρησκευτικός «ρελατιβισμός» γίνεται αναπόφευκτος.
Όσον αφορά όμως τα όρια της θρησκευτικής ελευθερίας, η Σύνοδος διδάσκει ότι ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να αναζητά τη σωστή θρησκεία: « Χάρη στην αξιοπρέπειά τους, όλοι οι άνθρωποι, επειδή ακριβώς είναι άνθρωποι, δηλαδή πρόσωπα με νου και ελεύθερη θέληση, και, κατά συνέπεια, με προσωπική ευθύνη, ωθούνται από την ίδια τους τη φύση και είναι ηθικά υποχρεωμένοι να ερευνούν την αλήθεια την αλήθεια, και προπάντων την αλήθεια σχετικά με τη θρησκεία» (DH, 2). «Ο καθένας έχει το καθήκον, επομένως και το δικαίωμα να ερευνά την αλήθεια στα θρησκευτικά ζητήματα, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, για να διαμορφώσει με σύνεση σωστές κι αληθινές κρίσεις στη συνείδησή του» (DH, 3). Ωστόσο, επειδή, η θρησκευτική ελευθερία βασίζεται πάνω στην ίδια τη φύση του ανθρώπου, το δικαίωμα αυτό «παραμένει ακόμη και σ’ εκείνους οι οποίοι δεν ικανοποιούν την υποχρέωσή τους να αναζητήσουν την αλήθεια και να μείνουν πιστοί σ’ αυτήν» (DH, 2).
Επειδή το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας ασκείται μέσα στην κοινωνία, τα όριά της σχετίζονται με την ηθική αρχή της προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης. «Εξασκώντας τα δικαιώματά τους τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες υποχρεώνονται από τον ηθικό νόμο να λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα των άλλων και τα δικά τους καθήκοντα σε σχέση προς τους άλλους» (DH, 7).
«Επιπλέον, επειδή η πολιτική κοινωνία έχει το δικαίωμα να προστατεύει τον εαυτό της από καταχρήσεις, που μπορούν να προέλθουν κάτω από το πρόσχημα της θρησκευτικής ελευθερίας, στην πολιτική αυτή εξουσία ανήκει κυρίως το καθήκον να προσφέρει μια τέτοια προστασία· αυτό όμως πρέπει να γίνεται όχι με αυθαίρετο τρόπο ή ευνοώντας αποκλειστικά μια ορισμένη μερίδα πολιτών». (DH, 7).
Το άλλο μεγάλο πρόβλημα που προκύπτει από την αρχή του σεβασμού για την ελευθερία της συνείδησης και της θρησκευτικής ελευθερίας είναι το εξής: μέσα σε αυτά τα πλαίσια ελευθερίας, η Εκκλησία έχει το δικαίωμα να κηρύττει το Ευαγγέλιο στα έθνη;
Η Εκκλησία είναι ακράδαντα πεπεισμένη ότι πρέπει να μείνει πιστή και να υπακούει στα λόγια του ιδρυτή της: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Μτ. 28,19) και να εξακολουθήσει να εργάζεται ακούραστα «ἵνα ὁ Λόγος τοῦ Κυρίου τρέχῃ καὶ δοξάζηται» (Β’ Θεσ. 3, 1). Αυτό το κήρυγμα ωστόσο, δεν έχει σκοπό να «εκβιάσει» τη συνείδηση των ανθρώπων, αλλά να τους μεταφέρει ακριβώς το χαρμόσυνο άγγελμα της απελευθέρωσης. «Άλλωστε όλοι οι άνθρωποι έχουν την υποχρέωση να αναζητούν την αλήθεια, ιδιαίτερα σε ότι αφορά το Θεό και την Εκκλησία του, και όταν γνωρίσουν την αλήθεια, να την ασπαστούν και να την διατηρήσουν» (DH, 7).
Η διδασκαλία πάντως για τη θρησκευτική ελευθερία, όπως πηγάζει από τα Διατάγματα της Β’ Βατικανής, θεμελιώνεται στη θεϊκή Αποκάλυψη και βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το δικαίωμα που έχει ο άνθρωπος στο να δεχθεί ελεύθερα ή όχι την πίστη του. Επειδή η πίστη είναι μια πράξη εμπιστοσύνης γεμάτη αγάπη, δεν μπορούμε να την επιβάλλουμε στον άλλο, ο άνθρωπος τη δέχεται από αγάπη και η αγάπη προϋποθέτει πάντοτε την ελευθερία. Εξάλλου, «η αλήθεια δεν επιβάλλεται παρά μόνο με τη δύναμη της ίδιας της αλήθειας, η οποία διεισδύει ήρεμα, αλλά και δυναμικά στο ανθρώπινο πνεύμα» (DH, 10). Αρκεί τα μέσα που μεταχειρίζεται η Εκκλησία για να κηρύξει το Ευαγγέλιο να σέβονται την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Όσον αφορά τον κίνδυνο του θρησκευτικού «ρελατιβισμού», η Εκκλησία είναι πεπεισμένη από την δύναμη της ίδιας της θεϊκής Αποκάλυψης ότι ο Χριστός είναι η οριστική και πλήρης ιστορική φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο και ότι Αυτός είναι ο μοναδικός σωτήρας του κόσμου. Γι’ αυτό, «η ελευθερία της συνείδησης, δεν θίγει την παραδοσιακή διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας, ως προς το ηθικό καθήκον των ατόμων και των κοινοτήτων, να αναζητούν, την αληθινή θρησκεία και τη μοναδική Εκκλησία του Χριστού» (DH, 1).
ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Με τη «Δήλωση» των Πατέρων της Β’ Βατικανής Συνόδου: «Σχέσεις της Καθολικής Εκκλησίας με τις μη χριστιανικές θρησκείες» (Nostra Aetate = NΑe) η Εκκλησία αισθάνεται την ανάγκη να ασχοληθεί με τις μη χριστιανικές θρησκείες, «στα πλαίσια του καθήκοντός της να προάγει την ενότητα και την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων, και μάλιστα μεταξύ των λαών», γι’ αυτό, στη συγκεκριμένη Διακήρυξη «εξετάζει πριν απ’ όλα ό,τι κοινό υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων και τους οδηγεί στην αμοιβαία συνεργασία» (Nostra Aetate, αρ. 1).
Η Σύνοδος, ήδη στο Προοίμιο αυτού του ντοκουμέντου, θέτει τις βάσεις για μια ειρηνική συνύπαρξη όλων των λαών της γης: «Όλοι οι λαοί αποτελούν μια μοναδική κοινότητα, έχουν την ίδια καταγωγή, εφόσον ο Θεός έκανε όλο το ανθρώπινο γένος να κατοικεί σ’ όλο το πρόσωπο της γης. Έχουν επίσης τον ίδιο τελικό σκοπό, το Θεό, του οποίου η πρόνοια, η μαρτυρία της καλοσύνης και το σχέδιο της σωτηρίας απλώνεται πάνω σε όλους»… «Οι άνθρωποι περιμένουν από τις διάφορες θρησκείες την απάντηση στα δυσκολότερα αινίγματα της ανθρώπινης ζωής, τα οποία σήμερα όπως και στο παρελθόν συγκλονίζουν βαθιά της καρδιές των ανθρώπων» (NΑe, αρ. 1).
Οι μεγάλες θρησκείες του κόσμου, όπως ο Ινδουισμός και ο Βουδισμός, «έχουν ένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα που γεμίζει τη ζωή τους». Αλλά «και οι άλλες θρησκείες, που βρίσκονται στον κόσμο ολόκληρο, με διάφορους τρόπους προσπαθούν να ξεπεράσουν την ανησυχία της ανθρώπινης καρδιάς, προτείνοντας νέους δρόμους, δηλαδή διδασκαλίες, κανόνες ζωής και τύπους λατρείας. Η Καθολική Εκκλησία δεν απορρίπτει τίποτα από όσα αληθινά και ιερά βρίσκονται στις θρησκείες αυτές» (NΑe, αρ. 2).
Η Εκκλησία ατενίζει με εκτίμηση τους Μουσουλμάνους που «λατρεύουν τον μόνο ζωντανό, αληθινό, φιλεύσπλαχνο και παντοδύναμο Θεό, πλάστη του ουρανού και της γης, ο οποίος μίλησε στους ανθρώπους» (NΑe, αρ. 3). Το Ισλάμ είναι άλλωστε μία θρησκεία, που αναγνωρίζει τον Ιησού Χριστό ως προφήτη και τιμά την μητέρα του με μία λατρεία ζηλευτή ακόμα και για τους ίδιους τους χριστιανούς. «Μολονότι στο παρελθόν υπήρξαν πολλές διαφωνίες και εχθρότητες μεταξύ των χριστιανών και των Μουσουλμάνων, η Αγία Σύνοδος προτρέπει όλους, ξεχνώντας το παρελθόν, να εξασκούν ειλικρινά την αμοιβαία κατανόηση και να υπερασπίζουν και να παράγουν μαζί την κοινωνική δικαιοσύνη, τις ηθικές αξίες, την ειρήνη και την ελευθερία για όλους τους ανθρώπους» (NΑe, αρ. 3).
Αλλά και με τους Ιουδαίους, που απολαμβάνουμε μαζί τους τον ίδιον εκείνο Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, μας ενώνουν πολύ περισσότερα από αυτά που αδίκως μας κράτησαν σε απόσταση στο διάβα των αιώνων. Η Εκκλησία πιστεύει ακράδαντα ότι ο Χριστός, η προσωποποίηση της ειρήνης, συμφιλίωσε μέσω του σταυρικού του θανάτου Εθνικούς και Ιουδαίους. Επιπλέον, η Σύνοδος αποδοκιμάζει με τόλμη όλους τους διωγμούς που υπέστησαν τα αδέλφια της του Ισραήλ, αλλά και τους σύγχρονους διωγμούς και τη βία και τις καταπιέσεις κάθε μορφής αθώων ανθρώπων, αναγγέλλοντας το Χριστό, σαν σημείο της παγκόσμιας αγάπης του Θεού και σαν πηγή κάθε χάρης. Όσον αφορά τα σφάλματα που διεξήχθησαν από τα τέκνα της ενάντια στα αδέλφια του ιουδαϊκού λαού, οι Πατέρες της Συνόδου επικαλούνται την ευσπλαχνία του Θεού και τη συγνώμη των ανθρώπων.
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Η αύξηση προς την πληρότητα της αλήθειας, και επομένως της προσέγγισης των λαών, πραγματοποιείται κυρίως μέσω του διαλόγου. Τις αρχές του διαλόγου τις βρίσκουμε στην Εγκύκλιος του Ιωάννου Παύλου του Β’: Ut unum sint (= UES) της 25ης Μαΐου 1995, που αποτελεί ένα από τα κυριότερα δείγματα της διδασκαλίας αυτού του Ποντίφικα και φέτος συμπληρώνει 25 χρόνια από τη δημοσίευση της.
Οι θεωρητικές αρχές περί του διαλόγου, βασίζονται πάνω στη σύγχρονη περσοναλιστική σκέψη, για την οποία «ο διάλογος είναι αναγκαστικό πέρασμα της πορείας που πρέπει να διανυθεί προς αυτό-εκπλήρωση του ανθρώπου, του κάθε ατόμου, όπως επίσης και κάθε ανθρώπινης κοινωνίας» (UES, αρ. 28). Γι’ αυτό «εμπλέκει το ανθρώπινο υποκείμενο στην ολότητά του και ο διάλογος μεταξύ των κοινοτήτων, δεσμεύει με ιδιαίτερο τρόπο την υποκειμενικότητα καθεμιάς από αυτές και τις οδηγεί προς την αυτό-δωρεά στο πρόσωπο των άλλων» (Nostra Aetate, 28). Πράγματι, «διάλογος δεν είναι μόνο μία ανταλλαγή ιδεών. Κατά κάποιο τρόπο είναι πάντα μία ανταλλαγή δώρων» (UES, αρ. 28).
Η Σύνοδος, καταλήγει τη διδασκαλία της περί του διαλόγου με τις άλλες θρησκείες ως εξής : «Πραγματικά, δεν είναι δυνατό να επικαλούμεθα το Θεό, Πατέρα όλων των ανθρώπων, όταν αρνούμεθα να συμπεριφερθούμε αδελφικά προς ορισμένους ανθρώπους πλασμένους ˝κατ’ εἰκόνα Θεοῦ˝. Η σχέση των ανθρώπων προς το Θεό Πατέρα και η σχέση των ανθρώπων προς τους αδελφούς τους, συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε η Αγία Γραφή να λέει : ˝Ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπην ἐστὶν ˝ (Α’ Ιω. 4,8)» (UES, αρ. 28).
Με σκοπό τη συνέχιση και την προαγωγή του Διαλόγου με τις χριστιανικές Εκκλησίες, αλλά και με την μουσουλμανική, την εβραϊκή, αλλά και τις άλλες θρησκείες του κόσμου, η Αγία Έδρα ίδρυσε τρία «Συμβούλια». Συγκεκριμένα, προχώρησε στην ίδρυση του «Ποντιφικού Συμβουλίου για την προαγωγή της ενότητας των χριστιανών», του «Ποντιφικού Συμβουλίου Δικαιοσύνη και Ειρήνη» και του «Ποντιφικού Συμβουλίου για το διαθρησκευτικό διάλογο», τα οποία βρίσκονται σε συνεχή διάλογο και συνεργασία με τα διάφορα θρησκευτικά κέντρα και τις διάφορες θρησκείες του κόσμου για την από κοινού υπεράσπιση της δικαιοσύνης στον κόσμο και την ειρηνική συνύπαρξη των λαών.
Χαρακτηριστικό αυτής της συνεργασίας, υπήρξε η διαθρησκευτική συνάντηση το 1984 στην Ασίζη, με πρωτοβουλία του Πάπα Ιωάννη Παύλου του Β’, όταν φωτισμένοι πνευματικοί αντιπρόσωποι από όλους τους θρησκευτικούς χώρους του κόσμου, προσευχήθηκαν και διακήρυξαν στην οικουμένη την ανάγκη να εκλείψουν οι αντιπαραθέσεις και η σύγκρουση των πολιτισμών. Η ανθρωπότητα έπρεπε να δημιουργεί γέφυρες και όχι να τις καταστρέφει.
Αυτό όμως θα επιτευχθεί μόνο με την υπέρβαση των προκαταλήψεων και των αρνήσεων, αλλά και με την άρση της εμμονής στη μονοπώληση της αλήθειας, μόνον όταν δηλαδή, θα αναγνωρίσουμε και θα σεβαστούμε τη διαφορετικότητα στον άλλον και την ελευθερία του να πιστεύει ελεύθερα τα βιώματα και τις θρησκευτικές του εμπειρίες.
Ωστόσο, οφείλουμε να απαντήσουμε και στους άλλους, που πιστεύουν διαφορετικά από εμάς και να τους ζητήσουμε να σεβαστούν και το δικό μας πιστεύω και τις δικές μας παραδόσεις. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει, εμείς ως χριστιανοί, να επαναλάβουμε τα λόγια του Πάπα Φραγκίσκου, μετά τη σφαγή στο Καθεδρικό Ναό της Νίκαιας: «Καταδικάζουμε με όλες μας τις δυνάμεις αυτήν την τυφλή βία, πολύ περισσότερο που διαπράττεται και δικαιολογείται στο όνομα του Θεού, που όλοι μας επικαλούμαστε πολυεύσπλαχνο. Αλλά ταυτόχρονα ως χριστιανοί, αντιδρούμε στο κακό με το καλό και στο μίσος με την συγχώρεση και την αγάπη».
+ Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος