Η Λουίζα (Λουδοβίκη) ντε Μαριγιάκ γεννήθηκε το 1591. Η παιδική της ηλικία δεν ήταν καθόλου γαλήνια. Ο πατέρας της άνηκε σε μια από τις σημαντικότερες οικογένειες της Γαλλίας, ενώ για τη μητέρα της δεν υπάρχει τίποτε γνωστό.
Παιδί αρκετά έξυπνο ξεκίνησε να φοιτάει σε ένα σχολείο των Δομινικανίδων του Πουασί, περιβάλλον που άρεσε αρκετά στη μικρή Λουίζα. Αναγκάστηκε όμως να εγκαταλείψει αυτό το πολλά υποσχόμενο Ινστιτούτο εξαιτίας του υψηλού κόστους και περιορίστηκε σε μια δασκάλα που, εκτός των άλλων, της μάθαινε οικοκυρικά.
Έμεινε ορφανή από πατέρα στην ηλικία των 11 χρόνων όμως η υπόλοιπη οικογένεια και οι συγγενείς της δεν ενδιαφέρθηκαν για το μέλλον της.
Η Λουίζα μεγάλωνε και ήθελε να αφιερωθεί στον Κύριο. Όταν έφτασε στην ηλικία των 18 αποφασίζει να μπει σε μοναστήρι. Αυτή όμως η απόφαση δεν θα ευοδωθεί λόγω της ευαίσθητης υγείας της. Αναγκάστηκε (μάλλον εξαναγκάστηκε) να νυμφευθεί σε ηλικία 22 ετών τον Antoine Le Gras. Ήταν ένας γάμος που εξυπηρετούσε καθαρά και μόνο το συμφέρον των οικείων της. Από το γάμο αυτό γεννήθηκε κι ένας υιός τον οποίο η Λουίζα θα αναθρέψει με μεγάλη φροντίδα και αγάπη. Η ζωή όμως της Λουίζας κυλούσε μέσα στην καταπίεση που της προκαλούσαν όλα εκείνα τα οποία νόμιζε αμαρτίες και βέβαια εκείνος ο ανεκπλήρωτος πόθος της να γίνει μοναχή.
Δυστυχώς ο έγγαμος βίος είχε μετατραπεί για εκείνη πηγή άγχους και στενοχώριας. Όντας μια ευλαβής και καλλιεργημένη χριστιανή έψαχνε σε κάθε ευκαιρία να φτάσει στη σωτηρία μέσα από την ασκητική, την ταπεινότητα, τη αυταπάρνηση.
Η Λουίζα συνάντησε στη ζωή της δύο αγίους. Τον Άγιο Φραγκίσκο di Sales και φυσικά τον Άγιο Βικέντιο de Paoli.
Η συνάντηση με τον Βικέντιο ήταν καθοριστική για τα επόμενα βήματά της. Πράγματι, το 1623 η Λουίζα γράφει: «Κατάλαβα ότι … θα έρθει η στιγμή που θα είμαι σε θέση να κάνω τους τρεις όρκους της πτωχείας, της αγνότητας και της υπακοής και αυτό μαζί με άλλους ανθρώπους … κατάλαβα ότι πρέπει να είμαι σε μια θέση ώστε να βοηθήσω τον πλησίον…». Το τελευταίο μέρος του μηνύματος είχε σχέση με το σύζυγό της που ήταν άρρωστος και η Λουίζα του στάθηκε δίπλα, φροντίζοντας τον για δύο ακόμα χρόνια μέχρι το θάνατό του το 1626.
Το 1624 συναντάται με τον Βικέντιο και έκτοτε θα αποτελέσουν μια ισχυρή δυάδα που δίδεται εξ ολοκλήρου σε πράξεις αγαθοεργίας. Ο Βικέντιος υπήρξε ένα πνευματικό στήριγμα για τη Λουίζα που τη βοήθησε να ξεφύγει από τους ενδοιασμούς και από τη μνήμη των λαθών του παρελθόντος της ωθώντας την να βρει το δρόμο της αποστολής που ο Θεός επιθυμούσε από εκείνη. Ακόμα κι ο Θεός έχει τον χρόνο του για να δράσει και να παρουσιάσει το σχέδιό Του. Όπως για παράδειγμα ο Χριστός παρέμεινε τριάντα ολόκληρα χρόνια στο παρασκήνιο της Ναζαρέτ πριν ξεκινήσει την αποστολή του έτσι και η Λουίζα έπρεπε να περιμένει πολλά χρόνια πριν να αρχίσει να αποτελέσει τη μητέρα όλων των φτωχών που συναντούσε στο διάβα της. «Να είστε πάντα ένα δέντρο ζωής που παράγει καρπούς αγάπης» της έλεγε ο Άγιος Βικέντιος.
Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της Λουίζας και του Βικεντίου ήταν η ίδρυση των Αδελφών του Ελέους το 1633. Αποτέλεσε μια πραγματική επανάσταση για την τότε Εκκλησία οι μοναχές να ξεχύνονται στους δρόμους προκειμένου να φροντίσουν με σεβασμό τους άπορους και τα πιο πτωχά συντρίμμια της κοινωνίας. Όλη αυτή η απόλυτη αφοσίωση στην αρωγή των εσχάτων της κοινωνίας έκαναν ακόμα και τον ίδιο τον Ναπολέων Βοναπάρτη, έναν αιώνα αφότου ιδρύθηκαν, να αναφέρεται με εκτίμηση στις «Γκρίζες Μοναχές» όπως αποκαλούσαν τις Αδελφές του Ελέους.
Η Αγία Λουίζα απεβίωσε στις 15 Μαρτίου 1660 αφήνοντας σαν διαθήκη τα εξής:«Να φροντίζετε καλά τους φτωχούς και κυρίως να ζείτε καλά μεταξύ σας με μια μεγάλη ένωση και εγκαρδιότητα, να αγαπάτε η μια την άλλη, για να μιμείστε την ένωση και τη ζωή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και να προσεύχεστε την Παναγία Μοναδική σας Μητέρα…».
Η σορός της αναπαύεται στο παρεκκλήσιο του Ηγουμενείου των «Αδελφών του Ελέους», στο Παρίσι.
πγπ