8 Φεβρουαρίου Μνήμη αγίας Ιωσηφίνας Μπακίτα
Η Μπακίτα γεννήθηκε στο Σουδάν το 1869. Σε ηλικία επτά ετών απάγεται, πωλείται σε σκλαβοπάζαρα και υποβάλλεται σε φρικτά σωματικά και ηθικά βασανιστήρια. Το όνομά της, που σημαίνει «τυχερή», θα της το δώσουν οι ίδιοι οι απαγωγείς της.
«Η οικογένειά μου ζούσε στην κεντρική Αφρική, σε ένα προάστιο του Νταρφούρ, που ονομάζεται Ολγκρόσσα, κοντά στο όρος Αγκιλερέι … Ζούσα πολύ ευτυχισμένη … Ήμουν περίπου εννέα ετών, όταν ένα πρωί… πήγα… για περίπατο στα χωράφια μας… Ξαφνικά δύο άσχημοι ξένοι, ένοπλοι, προβάλουν από ένα φράκτη… Ο ένας… τραβά ένα μεγάλο μαχαίρι από τη ζώνη του, το μπήγει στην πλευρά μου και με αυστηρή φωνή, μου λέει: “Αν φωνάξεις, είσαι νεκρή, προχώρα, ακολούθησε μας!”» (από την αυτοβιογραφία της ίδιας).
Η Μπακίτα πωλήθηκε σε σκλαβοπάζαρο και άρχισε για αυτήν μια ζωή στερήσεων, βίας και συνεχών αλλαγών από αφεντικό σε αφεντικό. Υπέστη τα τρομερά επώδυνα φυλετικά τελετουργικά κατά τα οποία χάραξαν όλο το σώμα της με 114 μαχαιριές: «Αισθανόμουν κάθε στιγμή ότι πέθαινα… βυθισμένη σε μια λίμνη αίματος, μεταφέρθηκα επάνω σε ένα κρεβάτι, όπου για αρκετές ώρες δεν είχα αίσθηση του τί μου συμβαίνει… Για πάνω από ένα μήνα [ξαπλωμένη] επάνω στο χαλάκι… χωρίς ούτε ένα κουρέλι για να στεγνώσω το νερό που έβγαινε συνεχώς από τα μισάνοιχτα τραύματά μου».
Έφτασε τελικά η πέμπτη και τελευταία πώληση της νεαρής Σουδανής σκλάβας. Την αγόρασε ο Κάλλιστο Λενιάμι, ένας Ιταλός προξενικός πράκτορας. Δέκα χρόνια φρίκης και εξευτελισμού έκλειναν και για πρώτη φορά στη ζωή της η Μπακίτα φόρεσε κανονικό ρούχο.«Στάθηκα πραγματικά πολύ τυχερή γιατί ο νέος ιδιοκτήτης ήταν πολύ καλός και άρχισε να με αγαπά τόσο πολύ». Πέρασαν περισσότερα από δύο χρόνια. Η αδυσώπητη επανάσταση του Μαχντί έκανε τον Ιταλό αξιωματούχο να πάρει την απόφαση να φύγει από το Χαρτούμ και να επιστρέψει στην πατρίδα του. Τότε «τόλμησα να τον ικετεύσω να με πάρει στην Ιταλία μαζί του».
Η Μπακίτα φτάνει στην άγνωστη Ιταλία, όπου ο πρόξενος θα τη δώσει σε κάποιους φίλους από το Μιράνο Βένετο και για τρία χρόνια θα γίνει νταντά της κόρης τους Αλίκης.
Και ιδού η συνάντηση με τον Χριστό. Η μητέρα της Αλίκης, η Μαρία Τουρίνα Μικέλι έπρεπε να πάει στην Αφρική για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα και αποφασίζει να στείλει την κόρη και τη νταντά της σε ένα οικοτροφείο Καλογραιών στη Βενετία (1888). «Περίπου εννέα μήνες αργότερα, η κα Τουρίνα ήρθε να διεκδικήσει τα δικαιώματά της επάνω μου. Αρνήθηκα να την ακολουθήσω στην Αφρική… κι εκείνη θύμωσε». Στην περίπτωση ενεπλάκησαν ακόμα και ο πατριάρχης της Βενετίας Δομίνικος Αγκοστίνι και ο βασιλικός προβλεπτής, ο οποίος «εστάλει για να πει ότι, δεδομένου ότι βρίσκομαι στην Ιταλία, όπου δεν υπάρχει αγορά σκλάβων, παρέμενα… ελεύθερη».
Στις 9 Ιανουαρίου 1890 έλαβε από τον Πατριάρχη της Βενετίας το ιερά Μυστήρια της Χριστιανικής Μύησης και παίρνει το όνομα Ιωσηφίνα, Μαργαρίτα, Φορτουνάτα.
Το 1893 εισέρχεται στο δοκίμιο του τάγματος των καλογραιών του οικοτροφείου που είχε βρει στέγη. Τρία χρόνια αργότερα προβαίνει στους επίσημους μοναχικούς όρκους και ξεκινάει για αυτήν μια πορεία αγιότητας. Μαγείρισσα, νεωκόρος και θυρωρός είναι τα ταπεινά διακονήματα που προσέφερε στην κοινότητά της πάντοτε με χαρά και αγάπη. Γυναίκα προσευχής και φιλανθρωπίας, κατέκτησε το λαό του Schio, την πόλη όπου παρέμεινε για 45 ολόκληρα χρόνια. Η συμπαθέστατη μοναχή αιχμαλώτιζε με την καλοσύνη, τη χαρά και την πίστη της. «Αν συναντούσα εκείνους τους μαύρους άνδρες που με απήγαγαν, αλλά και εκείνους που με βασάνιζαν, θα γονάτιζα και θα φιλούσα τα χέρια τους, γιατί αν δεν είχαν συμβεί όλα αυτά, τώρα δεν θα ήμουν Χριστιανή αλλά ούτε και καλόγρια …», είχε πει κάποτε η γλυκύτατη Μπακίτα.
Ήταν ακόμα εν ζωή και ο κόσμος την αποκαλούσε αγία και με το θάνατό της στις 8 Φεβρουαρίου 1947 όλη η πόλη ντύθηκε στο πένθος.
Η μακαριωνυμία της πραγματοποιήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1978 και η αγιωνυμία την 1η Οκτωβρίου 2000 από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’.
πγπ