Γεννήθηκε στο Caleruega ένα μικρό ορεινό χωριό της παλαιάς Καστίλης το 1170. Στα 15 του μετακόμισε στην Παλένθια προκειμένου να παρακολουθήσει τακτικά μαθήματα φιλελεύθερων τεχνών και θεολογίας, στις περίφημες σχολές της πόλης. Διαπιστώνει τότε τις δυστυχίες που μάστιζαν το λαό, απόρροια του πολέμου και του λιμού. «Τόσοι άνθρωποι πεθαίνουν και κανείς δεν ενεργεί;» διερωτάται. Πούλησε σχεδόν όλα τα έπιπλα του δωματίου του, καθώς και μερικές πολύτιμες περγαμηνές και με τα χρήματα που συγκέντρωσε δημιούργησε ένα φιλόπτωχο ταμείο.
Στα 24 χρόνια του ολοκλήρωσε τις σπουδές του και απαντώντας στο κάλεσμα του Κυρίου, εντάσσεται στο σώμα των Κανονικών του Καθεδρικού της Όσμα και χειροτονείται Ιερέας.
Το 1203 συνόδεψε τον Επίσκοπο Ντιέγκο σε μια διπλωματική αποστολή στη Δανία, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Βασιλιά της Καστίλης Αλφόνσου του 8ου. Το ταξίδι αυτό έδωσε την ευκαιρία τόσο στον Επίσκοπο όσο και τον Δομήνικο να ανακαλύψουν, μέσω της συναναστροφής τους με αιρετικούς και με μέλη παγανιστικών ομάδων της Ευρώπης, την αναγκαιότητα μιας Ιεραποστολής. Έτσι το 1206 επισκέπτονται τον Πάπα στη Ρώμη και του ζητούν την ευλογία Του ώστε να ευαγγελίσουν τους ειδωλολατρικούς λαούς της γηραιάς Ηπείρου. Τότε ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ τους όρισε να συμμετάσχουν στην εκστρατεία κατά των «Καθαρών». Ο Δομήνικος και ο Ντιέγκο αποδέχονται την αποστολή και με κηρύγματα επιδίδονται στη μάχη κατά των αιρέσεων, από την οποία ο Δομήνικος δεν παραιτήθηκε ούτε και με το θάνατο του Ντιέγκο.
Ήταν μια περίοδος έντονου διαλόγου, προσωπικών συνομιλιών, κηρυγμάτων, προσευχής και νηστείας, που δεν άργησε να επιφέρει τα πρώτα αποτελέσματα της μεταστροφής αρκετών αιρετικών στην ορθόδοξη Καθολική Διδασκαλία. Η αποτελεσματικότητα μάλιστα του Δομηνίκου ήταν τέτοια, που ο Επίσκοπος της Τουλούζης του αποδίδει το οφίκιο του επίσημου Ιεροκήρυκα της Επισκοπής.
Στο μεταξύ άρχισαν να τον πλαισιώνουν νεαροί φίλοι του, δίδοντας στο κήρυγμα μια σταθερή και οργανωμένη μορφή.
Το 1215 μαζί με τον Επίσκοπο της Τουλούζης μεταβαίνει στη Ρώμη, συμμετέχοντας στην 4η Σύνοδο του Λατερανού. Παράλληλα παρουσίασε στον Ιννοκέντιο το σχέδιο του, αποκομίζοντας την απαραίτητη εκκλησιαστική έγκριση. Το επόμενο έτος, στις 22 Δεκεμβρίου, ο Ονώριος Γ’ θα εγκρίνει ολοκληρωτικά τον κανονισμό του Ordo fratrum praedicatorum ή αλλιώς του Τάγματος των Αδελφών Ιεροκηρύκων.
Αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην οργάνωση του Τάγματος και την προώθηση του ευαγγελισμού, της κατήχησης και του κηρύγματος. Εξαντλημένος από την αποστολική δράση, πέθανε στις 6 Αυγούστου 1221 στη Μονή του Τάγματος στη Μπολόνια.
Ο Πάπας Γρηγόριος 9ος τον κατέταξε στον κατάλογο των Αγίων στις 3 Ιουλίου του 1234.
Η πνευματική παρακαταθήκη του Αγίου Δομηνίκου είναι αδιαμφισβήτητη.
Κατά τη διάρκεια της δύσκολης περιόδου του αγώνα κατά των αιρέσεων αυτοαποκαλούνταν ως «ταπεινός λειτουργός του κηρύγματος». Μέσα από τις ατέλειωτες νύχτες που περνούσε στην Εκκλησία μπροστά στην Αγία Τράπεζα και μέσω μιας πολύ τρυφερής αφοσίωσης και ευλάβειας προς την Θεοτόκο, μπόρεσε και ένοιωσε το έλεος του Θεού και αυτό προσπάθησε να μεταδώσει στους αδελφούς του.
Τολμηρός, συνετός, αποφασιστικός και σεβαστός, ιδιοφυής σε πρωτοβουλίες και υπάκουος στις οδηγίες της Εκκλησίας, ο Δομήνικος είναι ο Απόστολος που δεν γνωρίζει ούτε συμβιβασμούς αλλά ούτε και ακαμψίες: «τρυφερό σαν μητέρα και ισχυρό σαν διαμάντι». Έτσι χαρακτήρισε τον Άγιο Δομήνικο ο Henri Lacordaire.
πγπ