Η Μητέρα Τερέζα της Καλκούτας, κατά κόσμον Αγνή Gonxha Bojaxhiu, γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1910 στα Σκόπια (πρώην Γιουγκοσλαβία, σήμερα Βόρεια Μακεδονία), από αλβανική καθολική οικογένεια. Στα 18 της αποφάσισε να εισέλθει στο Τάγμα των Αδελφών Ιεραποστόλων της Παναγίας του Λορέτο. Το 1928 αναχωρεί για την Ιρλανδία και ένα χρόνο αργότερα βρίσκεται ήδη στην Ινδία.
Το 1931 η νεαρή Αγνή προβαίνει στους πρώτους μοναχικούς όρκους, αλλάζει το όνομά της σε Αδελφή Μαρία Θηρεσία του Βρέφους Ιησού και για περίπου είκοσι χρόνια διδάσκει ιστορία και γεωγραφία στα κορίτσια καλών οικογενειών που φοιτούσαν στο κολέγιο των μοναχών στην περιοχή Entally, στην ανατολική Καλκούτα. Έξω όμως από το μοναστήρι, λίγο παραπέρα, απλωνόταν μια από τις πλέον άθλιες φτωχογειτονιές της ινδικής μεγαλούπολης. Αυτή ήταν η άλλη πλευρά της Ινδίας, ένας κόσμος άγνωστος για τη Θηρεσία, αφάνταστος και ασύγκριτος μπροστά στην πολυτέλεια και την άνεση του κολεγίου όπου διέμενε.
Ήταν το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου 1946 όταν ενώ βρισκόταν σε ένα τρένο πηγαίνοντας για πνευματικές ασκήσεις, άκουσε το «δεύτερο κάλεσμα». Κατά τη διάρκεια εκείνης της νύχτας, καθ ‘όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, μια πρόταση σφυροκοπούσε το κεφάλι της: ήταν η οδυνηρή κραυγή του Ιησού: “Διψώ!”. Τότε αισθάνθηκε πως ήταν ανάγκη να βγει από το μοναστήρι και να πάει προς αναζήτηση των φτωχότερων από τους φτωχούς. Εκείνων των ανθρώπων που δεν είναι τίποτα, που ζουν στην άκρη των πάντων, στο κόσμο των εγκαταλελειμμένων, που καθημερινά αγωνιούν στα πεζοδρόμια της Καλκούτας, στερούμενοι ακόμα και της αξιοπρέπειας ενός ειρηνικού θανάτου.
Στις 16 Αυγούστου 1948 έχοντας μόνο πέντε ρουπίες στην τσέπη και ένα γαλάζιο ινδικό σάρι η αδελφή Τερέζα αφήνει το μοναστήρι και από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε ο γιγάντιος αγώνας της.
Στις 7 Οκτωβρίου του 1950 το νέο τάγμα έλαβε την πρώτη επισκοπική έγκριση λειτουργίας του, ενώ αφιερώθηκε στην σκέπη της Παναγίας. Η βαθιά αγάπη της Μητέρας Τερέζας για την Παναγία είχε ρίζες στα παιδικά της χρόνια, στα Σκόπια, όταν η μητέρα της Drone η οποία ήταν πολύ θρησκευόμενη, πήγαινε τα παιδιά της στην εκκλησία και κάθε βράδυ απήγγειλε μαζί τους το άγιο Ροδάριο.
Το όνομα της Μητέρας Τερέζας είναι συνώνυμο της ειλικρινούς και ανιδιοτελούς αγάπης, προσφοράς και υπηρεσίας προς όλους ανεξαρτήτως τους αναγκεμένους. Η μικροσκοπική φιγούρα της, το λυγισμένο από την κούραση σώμα της, το ταλαιπωρημένο και τσαλακωμένο από αναρίθμητες ρυτίδες πρόσωπό της είναι πλέον γνωστά σε όλο τον κόσμο. Όσοι τη γνώρισαν έστω και μία φορά δεν μπόρεσαν ποτέ να την ξεχάσουν: το φως του χαμόγελού της αντανακλούσε την τεράστια φιλανθρωπία της. Το να την κοιτάζεις, τα βαθιά, γεμάτα αγάπη, καθαρά μάτια της, έδιναν την περίεργη αίσθηση πως σε κοιτάζουν τα ίδια τα μάτια του Θεού. Της άρεσε να αυτοαποκαλείται «μικρό μολύβι του Θεού», ένα απλό μικρό εργαλείο στα χέρια Του.
Η ανθρωπότητα αναγνωρίζοντας το τεράστιο φιλανθρωπικό έργο της, το οποίο λίαν αξίως συνεχίζουν οι συντρόφισσές της, στις 8 Δεκεμβρίου 1979 της απέδωσε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Το τάγμα της Μητέρας Τερέζας, σήμερα εξαπλωμένο σε όλο τον κόσμο, απαριθμεί 5000 μέλη και 600 περίπου οικήματα: ορφανοτροφεία, λεπροκομεία, γηροκομεία, νοσοκομεία.
Η Μητέρα Τερέζα πέθανε στις 5 Σεπτεμβρίου 1997 σε ηλικία 87 ετών στην Καλκούτα. Στις 26 Ιουλίου 1999 με ειδική άδεια του Ποντίφικα (λόγω του σύντομου χρόνου από την εκδημία της) ξεκίνησαν οι διαδικασίες αγιοποιήσεως. Η μακαριονυμία της πραγματοποιήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2003 ενώ η αγιοκατάταξή της στις 4 Σεπτεμβρίου 2016.
πγπ