Γεννήθηκε στη Ματουλάσκη της Καισάρειας στην Καππαδοκία από χριστιανούς γονείς. Νεαρός ακόμα εισέρχεται στη σχολή ενός μοναστηριού στην ίδια πόλη. Εκεί ανακαλύπτει την κλήση του στο μοναχισμό. Για το λόγο αυτό θα έρθει σε σύγκρουση με τους δικούς του που ονειρευόταν για εκείνον μια στρατιωτική καριέρα.
Στα δεκαοχτώ του φεύγει προσκυνητής για τους Αγίους Τόπους. Κατά τη διάρκεια όλου του ταξιδιού ήρθε σε επαφή με μονές και μοναχούς. Ένας όμως θα αποτελέσει για το Σάββα οδηγό και σημείο αναφοράς, ο Ευθύμιος ο λεγόμενος Μέγας. Μαζί του ο Σάββας μοιράστηκε τον ερημιτικό βίο στα πιο αφιλόξενα μέρη: στην έρημο της Ιορδανίας, την περιοχή της Νεκράς Θάλασσας. Τον συνέδραμε κατά το τέλος της ζωής του και όταν πέθανε το 473 ο Σάββας αποτραβήχτηκε σε μια σπηλιά στην κοιλάδα των Κέδρων στην Ιερουσαλήμ.
Με τον καιρό προσκολλήθηκαν σε αυτόν κι άλλοι ερημίτες και σταδιακά δημιουργήθηκε μια ιδιόρρυθμη μορφή μοναχικής ζωής, η λεγόμενη λαύρα, η οποία περιλαμβάνει κοινοβιακή ζωή αλλά ατομική-ερημιτική. Σε τέτοιες κοινότητες οι μοναχοί περνούσαν μόνοι τους τις πέντε ημέρες της εβδομάδος ενώ το Σάββατο και την Κυριακή συγκεντρώνονταν στην κοινότητα για τις προσευχές και τη Θεία Λειτουργία.
Ο αριθμός των μοναχών έφτασαν τους 150 ενώ νέα μοναχικά «χωριά» που υιοθέτησαν την μέθοδο της Μεγίστης Λαύρας, όπως ονομάστηκε το μοναστήρι του Σάββα, δημιουργήθηκαν στην περιοχή της Παλαιστίνης.
Το 492 χειροτονήθηκε ιερέας και ο Πατριάρχης Ηλίας των Ιεροσολύμων τον ονομάζει αρχιμανδρίτη, αρμόδιο για όλες τις κοινότητες της Παλαιστίνης. Όμως ο Σάββας ήταν σκληρός και απαιτητικός από τους μοναχούς με ότι είχε να κάνει με την πειθαρχία. Αυτό προξένησε αντιπάθεια σε μερικούς, τόσο που αναγκάστηκε να απομακρυνθεί για κάποιες περιόδους από το μοναστήρι. Έτσι ίδρυε μια άλλη κοινότητα κοντά στη λίμνη της Τιβεριάδας.
Αργότερα ο Πατριάρχης τον καλεί διότι τον χρειαζόταν για την προστασία της διδασκαλίας της σχετικής με τις δύο φύσεις του Χριστού, την οποία αμφισβητούσαν οι μονοφυσίτες.
Παρότι το ζήτημα ήταν θεολογικό είχε και πολιτικά κίνητρα. Υπήρχε διαμάχη μεταξύ του Αυτοκράτορα Αναστάσιου και του Πατριάρχη. Για το λόγο αυτό ο Σάββας μετέβη στην Πόλη με σκοπό να τους συμφιλιώσει. Θα επαναλάβει αυτά τα ταξίδια μέχρι το 530 που ταξίδεψε για τελευταία φορά ενώ ήταν ήδη ενενήντα ετών. Ο λόγος που έκανε αυτό το κοπιαστικό ταξίδι προς την Βασιλεύουσα ήταν για να υπερασπιστεί του Παλαιστίνιους για έναν φόρο τιμωρίας που τους είχε επιβληθεί.
Ενώσω ήταν ακόμα εν ζωή ο κόσμος τον θεωρούσε άγιο ενώ του αποδόθηκε κι ένα θαύμα ενάντια στην ξηρασία.
Η μνήμη του Σάββα παρέμεινε άσβεστη από το μεγάλο μοναστήρι που φέρει το όνομά του, το MarSaba, το οποίο αποτέλεσε ασκητικό, πνευματικό και εκπαιδευτικό κέντρο. Γνώρισε στιγμές δόξας και κατάπτωσης, λεηλασίες και καταστροφές και όμως υπάρχει μέχρι τις μέρες μας.
Κουβαλώντας ήδη στις πλάτες του περισσότερα από ενενήντα χρόνια ζωής ο Σάββας πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου 532.
πγπ