4 ΙΟΥΛΙΟΥ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑΣ
Η Ελισάβετ γεννήθηκε στη Σαραγόσα (Ισπανία) το 1271 από τον Πέτρο Γ της Αραγωνίας και την Κωνσταντία. Στα οχτώ της χρόνια είχε ήδη μάθει να απαγγέλλει καθημερινά την ιερή ακολουθία, να βοηθάει τους φτωχούς και να ασκείται σε αυστηρές νηστείες. Η παιδική ηλικία της ήταν μικρής διάρκειας, διότι στα δώδεκα χρόνια της δόθηκε ως σύζυγος στον Διονύσιο βασιλιά της Πορτογαλίας.
Στο βασιλικό οίκο της Πορτογαλίας δεν αγνόησε τις καλές συνήθειες που είχε λάβει, χωρίς επίσης να παραμελεί τα νέα καθήκοντα ως βασίλισσας και συζύγου. Συνέχιζε να σηκώνετε νωρίς το πρωί για να πάει στο παρεκκλήσι και να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία γονατιστή, να κοινωνήσει και να απαγγείλει την ιερά ακολουθία. Μετά το γεύμα επέστρεφε στο παρεκκλήσι όπου και επιδιδόταν στην πνευματική μελέτη και στις προσευχές. Στον ελεύθερο χρόνο της, με τη βοήθεια των γυναικών του παλατιού, έφτιαχνε για φτωχές εκκλησίες διάφορα αντικείμενα.
Η βασιλική γενναιοδωρία εξαπλώνονταν σε πολλές εκκλησίες, νοσοκομεία και μοναστήρια. Είχε δώσει διαταγή στους υπηρέτες της να δίνουν βοήθεια σε οποιονδήποτε φτωχό κτυπούσε την πόρτα και να μην διώχνουν κανένα αφού πρώτα δεν τον είχαν βοηθήσει. Ήταν η ίδια που ανέλαβε να στέλνει σε μοναστήρια φτωχούς και ορφανά παιδιά προκειμένου να βρουν στέγη και φαγητό, ενώ κάθε Παρασκευή της Τεσσαρακοστής υποδέχονταν στο παλάτι 13 φτωχούς που περιποιούταν και έντυνε με καινούριες στολές.
Μια ημέρα, έφερε στα κρυφά μέσα στο φόρεμά της χρήματα ώστε να τα μοιράσει στους φτωχούς. Όταν την είδε ο σύζυγός της και τη ρώτησε τί κουβαλούσε μέσα στην ποδιά της εκείνη απάντησε πως μετέφερε τριαντάφυλλα. Τα χρήματα είχαν μετατραπεί σε τριαντάφυλλα.
Χαρακτηριζόταν πάντοτε από πνεύμα μετανοίας. Νήστευε τρεις φορές την εβδομάδα, όλη την Τεσσαρακοστή, όλη την περίοδο της Παρουσίας, κατά τη γιορτή του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστή και της Μεταστάσεως.
Το 1290 η Ελισάβετ γέννησε μια κόρη, την Κωνστάντσα και ένα χρόνο αργότερα ήρθε στο φως ο κληρονόμος του θρόνου, ο Αλφόνσος Δ.
Η Ελισάβετ αποτέλεσε για την οικογένειά της ένας πραγματικό άγγελο. Δεν αρκέστηκε να δώσει καλές συμβουλές στα παιδιά της, αλλά και παρότρυνε τον σύζυγό της να κυβερνά με δικαιοσύνη και ηπιότητα και να μην αφήνει να επηρεάζεται από συμφεροντολόγους συμβούλους του παλατιού.
Ωστόσο, μετά από μερικά χρόνια για την Ελισάβετ ξεκίνησε μια σκληρή και ψυχοφθόρα δοκιμασία, λόγω των παράνομων ερωτικών σχέσεων του βασιλιά, για τις οποίες η Ελισάβετ περισσότερο λυπήθηκε για την ανηθικότητα του συζύγου της απέναντι στο Θεό παρά για την προσβολή απέναντι σε εκείνη. Η μεγαλοψυχία της Ελισάβετ ήταν τόση που φρόντιζε η ίδια τα νόθα παιδιά του βασιλέως. Οι ευγενείς φοβούμενοι ότι ό θρόνος θα πέσει στα χέρια των νόθων απογόνων του Διονυσίου παρότρυναν τον νόμιμο διάδοχο Αλφόνσο να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του. Ο Αλφόνσος πήρε τα όπλα εναντίον του πατέρα του. Ο βασιλιάς θεώρησε ότι πίσω από την κίνηση του γιού του κρυβόταν η θιγμένη βασίλισσα. Έτσι, για κάποιο χρονικό διάστημα την έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρις ότου κατάλαβε ότι είχε άδικο, οπότε και την αποκατέστησε εκ νέου.
Μετά το θάνατο του συζύγου της, το 1325 απαρνήθηκε τους τίτλους της, έκοψε τα μαλλιά της, ενδύθηκε το μοναχικό ένδυμα του τρίτου τάγματος του Αγίου Φραγκίσκου και ξεκίνησε προσκύνημα στον Άγιο Ιάκωβο στη Κομποστέλα. Εκεί, εις μνήμη του συζύγου της βασιλέως, πρόσφερε στο Προσκύνημα την κορόνα που φορούσε την ημέρα του γάμου της και άλλα πολύτιμα προσωπικά της αντικείμενα. Έκτοτε πολλά από τα περιουσιακά της στοιχεία θα πουληθούν προκειμένου να διατρέφονται οι φτωχοί που καθημερινά της κτυπούσαν την πόρτα. Κατά τη διάρκεια ενός δεύτερου Προσκυνηματικού ταξιδιού προς τον Άγιο Ιάκωβο μαθαίνει ότι ο γιός της ήρθε σε ρήξη με τον ανιψιό της. Η Ελισάβετ, λοιπόν, αναχωρεί για την πόλη Εστρέμος ώστε να συμφιλιώσει τις δύο πλευρές και να αποτρέψει τον πόλεμο. Στο δρόμο αρρώστησε βαριά και πέθανε από υψηλό πυρετό στις 4 Ιουλίου του 1336. Το σώμα της ενταφιάστηκε στην Εκκλησία των Κλαρισσών Μοναχών στην πόλη Κοΐμπρα όπου ακόμα σήμερα παραμένει αναλλοίωτο. Ο Πάπας Ουρβανός 7οςτην αγιοκατάταξε στις 24 Ιουνίου του 1626.