4 ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Τελευταίος από τους Λατίνους Πατέρες, ο Άγιος Ισίδωρος της Σεβίλλης (560-636) συνοψίζει ολόκληρη την κληρονομιά των δογματικών και πολιτιστικών επιτευγμάτων που η εποχή των Πατέρων της Εκκλησίας μετέδωσε στους επόμενους αιώνες. Εγκυκλοπαιδικός συγγραφέας κατόρθωσε τα έργα του να έχουν ευρεία απήχηση κυρίως στον Μεσαίωνα. Αυτός ο ιδιαίτερα χαρισματικός προφήτης της αρχαίας επιστήμης, που θα ασκούσε σημαντική επιρροή σε όλο τον μεσαιωνικό πολιτισμό, ήταν πρωτίστως ένας ζηλωτής επίσκοπος που ασχολήθηκε με την ηθική και πολιτιστική ωρίμανση του ισπανικού κλήρου. Για το λόγο αυτό ίδρυσε ένα εκκλησιαστικό κολλέγιο, πρωτότυπο των μελλοντικών ιερατικών σχολών, αφιερώνοντας μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς του στην εκπαίδευση των υποψήφιων ιερέων.
Άλλα δύο αδέρφια του ήταν επίσκοποι και αγιοποιήθηκαν από την Εκκλησία, ο Λέανδρος και ο Φουλγέντιος. Μια αδελφή του, η Φιορεντίνα, ήταν μοναχή και επίσης άγια.
Ο μελλοντικός Διδάσκαλος της Εκκλησίας, συγγραφέας πολυάριθμων βιβλίων ευρείας θεματολογίας που εκτίνεται από την αγρονομία μέχρι την ιατρική και από τη θεολογία μέχρι την οικιακή οικονομία, αρχικά ήταν ένας αδιάφορος μαθητής που δεν εξέτρεφε κανένα ενδιαφέρον για τα γράμματα. Όπως πολλοί συνομήλικοι του, απέφευγε το σχολείο και προτιμούσε να περιδιαβαίνει στην ύπαιθρο. Όμως σύντομα κυριεύτηκε από μεγάλη δίψα για μάθηση.
Διαδέχτηκε τον αδελφό του Λέανδρο στη επισκοπική έδρα της Σεβίλλης όπου άσκησε τη διακονία του με αποφασιστικότητα χαίροντας την αγάπη του λαού, ενώ προήδρευσε στη Σύνοδο του Τολέδου του 633.
Μια παράδοση αναφέρει πως όταν ο Ισίδωρος ήταν βρέφος ένα σμήνος μελισσών εισήλθε στο δωμάτιό του και εναπόθεσε επάνω στα χείλη του μέλι, σύμβολο και προάγγελος της γλυκιάς και ουσιαστικής διδασκαλίας που θα πρόφεραν μια μέρα αυτά τα χείλη.
Η σοφία του μεγάλου αυτού εκκλησιαστικού άνδρα δεν διαχωρίστηκε ποτέ από τη βαθιά ταπεινοφροσύνη και φιλανθρωπία, αρετές που του απέδωσαν δικαίως το φωτοστέφανο του αγίου και τον τίτλο του πατέρα και διδασκάλου της Εκκλησίας.
(π.Γ.Π.)