4 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ ΤΗΣ ΑΣΙΖΗΣ
Γεννήθηκε στην Ασίζη της Ούμπρια στις αρχές του 1182 (σύμφωνα με άλλους το φθινόπωρο του 1181) από τον Πέτρο ντι Μπερναρντόνε, έναν πλούσιο έμπορο υφασμάτων και την Ιωάννα μια ευγενής ίσως Προβηγκιανής καταγωγής.
Προς τιμήν της γεννήσεως του Ιησού, η Ιωάννα ήθελε να γεννήσει το παιδί σε έναν αυτοσχέδιο στάβλο στο ισόγειο του σπιτιού, που αργότερα ονομάστηκε “Stalletta” ή “Ορατόριο του Αγίου Φραγκίσκου”.
Όταν ήρθε στη ζωή ο Φραγκίσκος ο πατέρας του βρισκόταν σε επαγγελματικό ταξίδι στην Προβηγκία. Η μητέρα του τον βάφτισε με το όνομα Ιωάννης, προς τιμήν του Βαπτιστή και Προδρόμου. Ωστόσο, κατά την επιστροφή του, ο πατέρας του θέλησε να προσθέσει το όνομα Φραγκίσκος, το οποίο τελικά θα επικρατήσει του πρώτου.
Μεγάλωσε στην οικογένειά του όπως κάθε πλουσιόπαιδο της εποχής, με τις ανέσεις και τα προνόμια της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκε. Έμαθε γραφή και ανάγνωση στο ενοριακό σχολείο του Αγίου Γεωργίου ενώ αργότερα έδειξε τις ικανότητές του στο εμπόριο υφασμάτων με την καθοδήγηση του πατέρα του, ο οποίος προσέβλεπε σε αυτόν έναν άξιο συνεργάτη και κληρονόμο της οικογενειακής τους επιχείρησης. Ήταν ιδιαίτερος και κομψός: διέπρεψε στους νέους, αγαπούσε τις παρέες και ξόδεψε τα χρήματα του πατέρα του στην πολυτέλεια και στα πάρτι.
Το 1202 έλαβε μέρος στις πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στην Ασίζη και την Περούτζια κατά τη διάρκεια των οποίων συνελήφθηκε και φυλακίστηκε για έναν ολόκληρο χρόνο. Αποφυλακίστηκε αφότου οι γονείς του πλήρωσαν την ποινή και επέστρεψε στην οικία του με κλονισμένη όμως την υγεία του. Η υπομονετική φροντίδα της μητέρας του επέφερε τελικά τη θεραπεία του, ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Φραγκίσκος όμως δεν ήταν πια όπως πριν. Πλέον δεν αισθανόταν καμία έλξη για την προηγούμενη άσωτη ζωή. Επιθυμούσε να ενταχθεί στο στρατό. Όμως ένα περίεργο όραμα τον αναστατώνει και τον μεταστρέφει ολοκληρωτικά. Πλέον αφιερώνεται στην προσευχή και την μελέτη. Αισθάνθηκε βαθιά στην καρδιά του την επιθυμία να υπηρετήσει το Θεό, όμως δεν ήξερε με ποιον τρόπο.
Στην Ασίζη αφιερώθηκε στη βοήθεια των φτωχών και αναγκεμένων και το 1205 ο Κύριος του μίλησε. Βρισκόταν στην Εκκλησία του Αγίου Δαμιανού και προσευχόταν μπροστά στον εσταυρωμένο, όταν ξαφνικά άκουσε μια φωνή να του λέει: «Φραγκίσκο πήγαινε και ανακαίνισε την εκκλησία μου, η οποία όπως βλέπεις καταρρέει». Έτσι ο Φραγκίσκος με προσωπική εργασία και χρήματα της οικογένειάς του ανακαίνισε το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Δαμιανού.
Σε αυτό το σημείο ο πατέρας του, θεωρώντας την κατάσταση του γιου του μη αναστρέψιμη και επικίνδυνο για τον εαυτό του και για τους άλλους, τον κατήγγειλε στο δικαστήριο για σπατάλη των περιουσιακών στοιχείων της οικογένειας. Ο Φραγκίσκος τότε έβγαλε τα ρούχα του, επιστρέφοντάς τα στον πατέρα του, ενώ ο επίσκοπος τον σκέπασε με το μανδύα του.
Ο νεαρός άνδρας πήγε στους Βενεδικτίνους, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις πνευματικές του ανάγκες στο μοναστήρι τους. Οι σχέσεις με τους μοναχούς ήταν καλές, αλλά αναγνώρισε ότι αυτός δεν ήταν ο δρόμος του. Πολύ σύντομα, φορώντας κουρέλια, άρχισε να περιφέρεται στους δρόμους της Ασίζης και στα γειτονικά χωριά, προσευχόμενος, υπηρετώντας τους φτωχότερους, παρηγορώντας τους λεπρούς και ξαναχτίζοντας, πέρα από το Άγιο Δαμιανό, τις ερειπωμένες εκκλησίες του Αγίου Πέτρου και της Παναγίας των Αγγέλων.
Τον Απρίλιο του 1208 σε μια λειτουργία που παρακολουθούσε στο ναό της Παναγίας των Αγγέλων άκουσε το Ευαγγέλιο του Ματθαίου αναφορικά με την αποστολή των μαθητών.
Από τότε έκανε πράξη αυτή την προτροπή. Ντύθηκε με έναν καφέ σάκο, έδεσε ένα κορδόνι στη μέση και ξυπόλυτος περιδιάβαινε τις πόλεις και τα χωριά κηρύττοντας την ειρήνη, την ισότητα, την αξιοπρέπεια της πτωχείας, την αγάπη για την πλάση και για τα πλάσματα.
Μαγεμένοι από τα κηρύγματά του, πλαισίωσαν το Φραγκίσκο εκείνοι που έμελε να γίνουν οι πρώτοι σύντροφοι, συνολικά δώδεκα τον αριθμό. Μέλημά τους ήταν να βιώνουν κατά γράμμα το Ευαγγέλιο χωρίς να ανησυχούν για τη θεολογική του ερμηνεία, χωρίς διαμαρτυρίες και γογγυσμούς και πάντοτε με υπακοή στην Εκκλησία και τους ποιμένες της.
Το 1209 ο Φραγκίσκος με τους συντρόφους του εγκαταστάθηκαν στην εκκλησία της Παναγίας των Αγγέλων. Ο επίσκοπος της Ασίζης, που εκτιμούσε τον έργο των, τους προέτρεψε να πάνε στη Ρώμη και να ζητήσουν στον Πάπα την απαραίτητη έγκριση την οποία και αποκόμισαν αμέσως αφού ο Πάπας Ιννοκέντιος 3ος έμεινε έκπληκτος από το Φραγκίσκο και τους συντρόφους του.
Την άνοιξη του 1209 μια νεαρή εύπορη κοπέλα, η Κλάρα, παρακολουθώντας μια από τις ομιλίες του Φραγκίσκου στον Καθεδρικό Ναό της Ασίζης αποφάσισε να ακολουθήσει τα ευαγγελικά ιδανικά πτωχείας που πρέσβευε. Το 1211 εγκαταλείπει το πατρικό της, πηγαίνει στο Φραγκίσκο ο οποίος της έκοψε τα μαλλιά και τη συνόδεψε στο μοναστήρι των Βενεδικτίνων μοναχών της Μπαστία. Αργότερα η ίδια, με την καθοδήγηση του Φραγκίσκου ίδρυσε, στην εκκλησία του Αγίου Δαμιανού τη Μονή των Κλαρισών Μοναχών.
Ο Φραγκίσκος ήθελε να προσεγγίσει όχι μόνο τους χριστιανούς αλλά και λαούς άλλων θρησκειών. Στους Σαρακηνούς έβλεπε όχι εχθρούς που έπρεπε να αντιμετωπιστούν με τα όπλα αλλά αδελφούς στους οποίους έπρεπε να γίνει γνωστό το Ευαγγέλιο. Δυστυχώς, κάποιοι σύντροφοι του Φραγκίσκου πέθαναν μαρτυρικά στην Ισπανία και στο Μαρόκο. Όμως ο Φραγκίσκος δεν απελπίστηκε. Αντίθετα μετά από δύο αποτυχημένες αποστολές στο Μαρόκο και την Ισπανία κατάφερε τελικά να αποβιβαστεί στην Παλαιστίνη όπου παρουσιάστηκε στο σουλτάνο Al-Malik al Kamil, ο οποίος παρόλο που δεν ασπάστηκε το χριστιανισμό υποδέχτηκε και τον άκουσε με μεγάλο ενδιαφέρον.
Γύρω στο 1220 επέστρεψε στην Ιταλία. Ο αριθμός των συντρόφων είχε αυξηθεί αισθητά και παράλληλα παρουσιάστηκαν προβλήματα που έχριζαν λύσεων. Η πρόθεση του Φραγκίσκου δεν ήταν η δημιουργία μονών, αλλά αδελφοτήτων, μικρών δηλαδή ομάδων που θα ζούσαν μέσα στον κόσμο διδάσκοντας πως η πραγματική ευτυχία δεν εξαρτάται από την κατοχή πολλών υλικών αγαθών αλλά πηγάζει από μια ζωή χαρακτηρισμένη από την αρμονία που δημιουργείται όταν ακολουθεί κανείς τις ευαγγελικές προτροπές. Για να λυθούν τα προβλήματα ο Φραγκίσκος ζήτησε από τον Αντώνιο της Παδούης να διδάξει τους μοναχούς θεολογία ενώ παράλληλα δημιούργησε κι ένα κανονισμό. Ο κανονισμός αυτός εγκρίθηκε από τον Πάπα Ονόριο στις 29 Νοεμβρίου 1223.
Τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1223 πραγματοποιήθηκε η πρώτη ζωντανή φάτνη, ενώ στις 14 Σεπτεμβρίου 1224 ο Φραγκίσκος λαμβάνει τα στίγματα. Ενώ προσευχόταν στο βουνό είδε να κατεβαίνει από τον ουρανό ένα Σεραφείμ με έξι φλόγινα φτερά. Ανάμεσα στα φτερά εμφανίστηκε η μορφή ενός εσταυρωμένου άνδρα. Όταν το όραμα έληξε στα χέρια, στα πόδια και στην καρδιά του Φραγκίσκου είχαν χαραχθεί τα σημάδια της σταυρώσεως. Αυτή είναι η πρώτη γνωστή μαρτυρία στιγμάτων στην Καθολική Εκκλησία.
Ύμνησε τη φύση, τα πλάσματα και τη δημιουργία συνθέτοντας τον περίφημο ύμνο στον αδελφό τον Ήλιο. Η υγεία του από το 1225 ολοένα και επιδεινωνόταν. Πέθανε στις 3 Οκτωβρίου 1226 στη μονή της Παναγίας των Αγγέλων. Το σώμα του ενταφιάστηκε στον Ενοριακό Ναό του Αγίου Γεωργίου της Ασίζης. Δύο χρόνια μετά το θάνατό του, στις 18 Ιουλίου 1228 ο Πάπας Γρηγόριος ο 9ος τον ανακηρύσσει Άγιο της Εκκλησίας. Το 1230 τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στην περίφημη Βασιλική του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης όπου αναπαύονται μέχρι σήμερα, κάτω ακριβώς από την Αγία Τράπεζα της κατώτερης Βασιλικής.
πγπ