30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ
Ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σίμωνα Πέτρου, κατέχει επάξια τον τίτλο του πρωτόκλητου. Στην ανατολή αυτός ο χαρακτηρισμός εκτιμάται σε μεγάλο βαθμό εκκλησιολογικά. Το γεγονός ότι το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο παρουσιάζει ακόμη και την ώρα της πρώτης συνάντησης με τον Ιησού «τέσσερις το απόγευμα» είναι επίσης σημαντικό. Τότε ήταν που ο Ανδρέας γνωστοποίησε στον αδελφό Πέτρο την ανακάλυψη του Μεσσία και ήταν εκείνος που τον οδηγήστε γρήγορα σε Αυτόν.
Η παρουσία του υπογραμμίστηκε κατά ιδιαίτερο τρόπο στο περιστατικό του πολλαπλασιασμού των άρτων. Γνωρίζουμε επίσης ότι στον Ανδρέα απευθύνθηκαν οι Έλληνες που ήθελαν να γνωρίσουν τον Ιησού και εκείνος τους οδήγησε στο Διδάσκαλο. Μεταξύ των αποστόλων είναι ο πρώτος που συναντάμε στα Ευαγγέλια: ο ψαράς Ανδρέας, γεννηθείς στη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και αδελφός του Σίμων Πέτρου.
Το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο τον παρουσιάζει μαζί με έναν φίλο του, καθώς ακολουθεί τη διδασκαλία του Προδρόμουο οποίος βλέποντας τον Ιησού να περνάει μια ημέρα πριν από τη βάπτισή Του αναφωνεί: «Ιδού ο αμνός του Θεού». Αυτές οι λέξεις ωθούν αμέσως τον Ανδρέα και τον φίλο του προς τον Ιησού. Τον προσεγγίζουν, συνομιλούν μαζί Του και ο Ανδρέας τρέχει να πληροφορήσει τον αδελφό του λέγοντας «βρήκαμε το Μεσσία». Λίγο αργότερα ήρθε και ο Σίμων ενώπιον του Ιησού, ο οποίος του είπε «εσύ είσαι ο Σίμων, ο υιός του Ιωάννη. Θα ονομαστής Κηφάς».
Ακολουθεί η κλήση, το κάλεσμα. Τα δύο αδέλφια είχαν επιστρέψει στην εργασία τους στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Εγκαταλείπουν όμως τα πάντα όταν φτάνει ο Ιησούς και λέει: «Ακολουθήστε με, θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων» (Μθ. 4,18-20).
Κατά τη διάρκεια των αιώνων δημιουργήθηκαν γύρω από το πρόσωπο του Αγίου Ανδρέα αρκετοί θρύλοι και παραδόσεις ελάχιστα γνωστές αλλά πλούσιες σε σημασία. Για τη ζωή του γνωρίζουμε τον τόπο που γεννήθηκε, τη Βηθσαϊδά, επίσης ότι είναι γιός του Ιωνά και αδελφός του Σίμωνα. Ήταν ψαράς και ζούσε στην Καπερναούμ, στη λίμνη της Τιβεριάδος και ήταν μαθητής του Ιωάννου του Βαπτιστή.
Η ιστορία του καλέσματός του μας έγινε γνωστή από τον Άγιο Ιωάννη στο Ευαγγέλιο του, όταν ο Βαπτιστής υπέδειξε τον Ιησού ως τον «Αμνό του Θεού». Ο Ανδρέας και ο Ιωάννης ακολούθησαν τον Ιησού και αυτή η συνάντηση ήταν τόσο καθοριστική που ο Ανδρέας, μετά που ανακοίνωσε στον αδελφό του Σίμωνα Πέτρο τη συνάντηση με τον Ιησού, άφησε τα δίχτυα για να ενταχθεί ολοκληρωτικά στην υπηρεσία Του. Τα ευαγγελικά επεισόδια που αναφέρονται ρητά στον Ανδρέα δεν είναι πολλά, ωστόσο το όνομά του εμφανίζεται πάντοτε στην πρώτη ομάδα του καταλόγου των ονομάτων των αποστόλων. Η τελευταία εμφάνισή του στην Αγία Γραφή βρίσκεται στις Πράξεις των Αποστόλων, όπου αναφέρεται μεταξύ των αποστόλων που βρισκόταν στο υπερώο ύστερα από την Ανάληψη.
Για την μετέπειτα πορεία της ζωής του δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένα στοιχεία αλλά μονάχα κάποιες μαρτυρίες που ανάγονται στην πατερική περίοδο. Από αυτές προκύπτει ότι ο Άγιος Ανδρέας εκτέλεσε την αποστολή του στην Σκυθία, τον Πόντο, την Καππαδοκία, τη Βιθυνία, έπειτα πέρασε στην Αχαΐα, όπου εξελέγη επίσκοπος Πατρών. Σε αυτή την πόλη υπέστη το μαρτύριο στις 30 Νοεμβρίου, δεμένος, σύμφωνα με την παράδοση, σε ένα σταυρό σε σχήμα Χ.
Το Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο μας αναφέρει επίσης πως ο Άγιος Ανδρέας συνελήφθη στην Πάτρα, φυλακίστηκε, μαστιγώθηκε και τελικά κρεμάστηκε δεμένος στο σταυρό, όπου για δύο ημέρες μέχρι το θάνατό του υπέφερε πολύ. Όσο ήταν επάνω στο σταυρό προέτρεπε τους παρόντες να προσεύχονται στον Κύριο ώστε να μην επιτρέψει να τον κατεβάσουν από το σταυρό. Στην Πάτρα, την πόλη της Αχαΐας, ώθησε πολλούς να αγκαλιάσουν την αλήθεια του Ευαγγελίου. Δε δίστασε να εγκαλέσει με θαρραλέο τρόπο τον προ-κόνσολο Αιγέα, που αντιστέκονταν στο ευαγγελικό κήρυγμα, κατηγορώντας τον ότι ήθελε να είναι δικαστής των ανθρώπων, ενώ οι δαίμονες τον εξαπατούσαν μέχρι σημείου να τον κάνουν να αδιαφορεί για το Χριστό Θεό, Κριτή όλων των ανθρώπων. Ο Αιγέας θύμωσε ενώ ο Ανδρέας δεν έδινε σημασία στα λόγια του συνεχίζοντας το κήρυγμα του Ευαγγελίου και την ομολογία της Πίστεως στον Ιησού Χριστό. Έτσι ο Ανδρέας υπέστη τα μαρτύρια και τελικά το θάνατο στις 30 Νοεμβρίου του έτους 64 μ.Χ.
Ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος ως αντιστάθμισμα της τιμής που κατείχε η Ρώμη θέλησε να μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη τα Λείψανα του Αποστόλου. Κατά τον 13ο αιώνα μεταφέρθηκαν στο Αμάλφι της Ιταλίας ενώ το κεφάλι του Πρωτόκλητου Αποστόλου πήγε στη Ρώμη. Φυλάσσονταν στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου μέχρις ότου στις 26 Σεπτεμβρίου 1964 ο Πάπας Παύλος ο 6ος, σε ένδειξη καλής θελήσεως και οικουμενισμού, παρέδωσε στον Μητροπολίτη Πατρών Κωνσταντίνο την Τίμια Κάρα του Αγίου.
πγπ