Ο Άγιος Μαρίνος έζησε τον 3ο αιώνα και ήταν ευγενής και πλούσιος αξιωματικός του αυτοκρατορικού στρατού στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Όταν η θέση του εκατόνταρχου έμεινε κενή επικρατέστερος υποψήφιος για την κάλυψή της ήταν ο Μαρίνος. Οι ανώτεροι είχαν ήδη αποφασίσει την προαγωγή και το μόνο που έλειπε ήταν η παράδοση της κληματόβεργας που αποτελούσε το σύμβολο του βαθμού του ρωμαίου εκατόνταρχου. Φυσικά αυτό δεν άρεσε στους κύκλους των φιλόδοξων στρατιωτικών που επιθυμούσαν τη θέση εκατόνταρχου και οι οποίοι δεν έμειναν άπραγοι μπροστά στην εκλογή του Μαρίνου. Ένας από αυτούς παρουσιάστηκε στο δικαστήριο και δήλωσε πως σύμφωνα με τους αρχαίους νόμους δεν επιτρέπεται σε χριστιανούς η πρόσβαση σε ρωμαϊκά αξιώματα, από τη στιγμή που αρνούνται να θυσιάσουν υπέρ του αυτοκράτορα. Κατά συνέπεια ούτε στο Μαρίνο επιτρέπεται το αξίωμα του εκατόνταρχου.
Ο δικαστής, που έμαθε μόλις τότε πως ο Μαρίνος ήταν χριστιανός, του έδωσε περιθώριο τριών ωρών προκειμένου να αποφασίσει. Ο Μαρίνος στο διάστημα αυτό συναντήθηκε με τον Επίσκοπο Θεότεκνο ο οποίος τον οδήγησε στην Εκκλησία και δείχνοντάς του από μια το Ιερό Ευαγγελιάριο που βρισκόταν επάνω στην Αγία Τράπεζα και από την άλλη το σπαθί που έφερε ο Μαρίνος του λέει: «Διάλεξε». Ο Μαρίνος επέλεξε το Ευαγγέλιο.
Πέρασαν οι τρεις ώρες και παρουσιάστηκε εκ νέου ενώπιον του δικαστή προκειμένου να του γνωστοποιήσει την απόφασή του ομολογώντας τη χριστιανική του πίστη. Καταδικάστηκε αμέσως σε θάνατο δια αποκεφαλισμού.
Παρών μεταξύ άλλων στη έκτιση της ποινής ήταν Αστέριος, ένα μέλος της Συγκλήτου. Ο Αστέριος, γνωρίζοντας σε ποιον κίνδυνο έθετε τον εαυτό του πήρε το σώμα του νεαρού μάρτυρα, το φόρτωσε στους ώμους του και το έθαψε αξιοπρεπώς. Αυτή η μεγαλόψυχη πράξη του Αστέριου απέβη μοιραία αφού και ο ίδιος θανατώθηκε μαρτυρικά από τις ρωμαϊκές αρχές.
πγπ