Στην ανατολή του 5ου αιώνα ο μοναχισμός έχει εξαπλωθεί σε όλο το δυτικό χριστιανισμό. Στη Γαλλία ήδη από το 371 λειτουργούσε το πρώτο μοναστήρι τα θεμέλια του οποίου είχε θέσει ο Άγιος Μαρτίνος.
Ο Ρωμανός γεννήθηκε το 390 και ακολούθησε το μοναχικό βίο. Στο μοναστήρι όπου διέμενε, παρότι το χαρακτήριζε η μεγάλη πειθαρχία, εκείνος δεν ήταν ικανοποιημένος. Αναζητούσε κάτι ακόμη πιο απόλυτο και πιο αυστηρό. Με την ευλογία, λοιπόν, του ηγουμένου του, έχοντας μαζί του την Αγία Γραφή και μερικά εργαλεία, αναχώρησε από τη μονή με προορισμό τα όρη του Γιούρα.
Τα ίχνη του χάθηκαν, όταν όμως ο αδελφός του Λουπικίνος έμεινε χήρος, κατάφερε να τον εντοπίσει και να προσκολληθεί μαζί του φέρνοντας και κάποιους άλλους που ήθελαν να ακολουθήσουν το μοναχισμό.
Μαζί τα δύο αδέλφια αγκάλιασαν κι άλλους αφιχθέντες και έχτισαν ένα μοναστήρι πρώτα στην πόλη Condatκαι αργότερα ένα δεύτερο στην πόλη Leuconne. Μόλις τους προσέγγισε και η αδελφή τους θα κτίσουν άλλη μια μονή στην τοποθεσία La Beaume.
Τα δύο αδέλφια μοιράζονταν αρμονικά την καθοδήγηση των μονών. Η ιδιοσυγκρασία του ενός, τελείως διαφορετική από του άλλου, δημιούργησαν μια πολύ δημιουργική και καρποφόρα παραλλαγή.
Κάποτε, κατά τη διάρκεια ενός προσκυνήματος στον τάφο του Αγίου Μαυρικίου στη Γενεύη, ο Ρωμανός βρήκε καταφύγιο σε μια καλύβα προκειμένου να περάσει τη νύχτα. Στην ίδια καλύβα κατέφυγαν και δύο φτωχοί λεπροί. Ο Ρωμανός, με την απέραντη αγάπη που τον χαρακτήριζε δε δίστασε να τους αγκαλιάσει. Το επόμενο πρωί οι δύο λεπροί είχαν καθαριστεί από τη λέπρα και έτρεξαν στην πόλη για να πουν όσα τους είχαν συμβεί. Παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο το έτος 463.
πγπ