24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΑΡΙΑ ΚΛΑΡΕΤ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
Γεννήθηκε σε μια βαθιά θρησκευόμενη πολυμελή οικογένεια Καταλανών υφαντών. Χειροτονήθηκε το 1835, σε ηλικία 28 ετών.
Το 1839 πήγε στη Ρώμη και επειδή ήθελε να γίνει ιεραπόστολος απευθύνθηκε στην Propaganda Fide. Μη μπορώντας να πετύχει αυτόν το στόχο, εισήλθε στο δοκίμιο των Ιησουιτών, ύστερα όμως από μερικούς μήνες επέστρεψε στο σπίτι καθότι ήταν άρρωστος. Επί επτά χρόνια λάμβανε μέρος και κήρυττε σε λαϊκές ιεραποστολές στην Καταλονία και στις Κανάριες Νήσους, αποκτώντας τεράστια δημοτικότητα και τη φήμη του θαυματουργού. Το 1849 ίδρυσε ένα αποστολικό σωματείο: τα τέκνα της Αμιάντου Καρδίας της Θεοτόκου ή αλλιώς τους Κλαρητανούς Ιεραποστόλους. Κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου (1936/39) 271 μέλη της κοινότητας σκοτώθηκαν για χάρη της πίστεως.
Το 1849 εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Σαντιάγο στην Κούβα αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του τον Φεβρουάριο του 1851. Στο επίπονο αποστολικό του έργο αντιμετώπισε τα σοβαρά ηθικά, θρησκευτικά και κοινωνικά προβλήματα: φτώχεια, σκλαβιά, αναλφαβητισμό κ.λπ., στα οποία προστέθηκαν δύο φυσικές καταστροφές: οι επιδημίες και οι σεισμοί.
Περιδιαβαίνει την τεράστια επισκοπή του τέσσερις φορές. Ήταν ένας ακούραστος ιεραπόστολος. Οι ποιμαντικές του ανησυχίες επεκτάθηκαν και στην ενίσχυση της Ιερατικής Σχολής και στη μεταρρύθμιση του κλήρου. Στον κοινωνικό τομέα, προωθεί τη γεωργία δημιουργώντας ένα πρότυπο αγρόκτημα στο Camagüey. Επιπλέον, σε κάθε ενορία επέβαλε την ίδρυση ενός ταμιευτηρίου (έργο πρωτοπόρο στη Λατινική Αμερική). Προωθεί την εκπαίδευση αναζητώντας θρησκευτικά ινστιτούτα και ιδρύοντας μαζί με την Οσία Μαρία Αντωνία το τάγμα των αδελφών της Παναμώμου Μαρίας. Η επίπονη δύναμή του για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της Εκκλησίας και των ανθρώπων δημιουργεί πολυάριθμους εχθρούς – κυρίως διεφθαρμένους πολιτικούς. Έτσι υφίσταται απειλές και επιθέσεις σε μια από τις οποίες τραυματίστηκε σοβαρά στο πρόσωπο. Το 1857 η βασίλισσα της Ισπανίας τον κάλεσε πίσω στη Μαδρίτη ως εξομολόγο της. Ταυτόχρονα συνέχισε το κήρυγμα και την αποστολή του.
Το 1868 εξορίζεται στη Γαλλία, μαζί με τη βασίλισσα. Στο Παρίσι συνεχίζει το κήρυγμά του.
Έλαβε μέρος στην Α’ Σύνοδο του Βατικανού όπου υπερασπίστηκε ένθερμα το αλάθητο του Ρωμαίου Ποντίφικα.
Καταδιωκόμενος ακόμη από την επανάσταση, κατέφυγε στο μοναστήρι του Fontfroide κοντά στη Ναρμπόν στη Γαλλία όπου πέθανε στις 24 Οκτωβρίου 1870.
Στον τάφο είναι χαραγμένα τα λόγια του Πάπα Γρηγορίου Ζ΄: «Ηγάπησα τη δικαιοσύνη και μίσησα την ανομία, γι’ αυτό πεθαίνω στην εξορία».
πγπ