Την εποχή του Αυτοκράτορα Διοκλητιανού (243-312) η μικρή τότε Χριστίνα κλείνεται από τον πατέρα της, που ήταν Ρωμαίος αξιωματούχος, μαζί με δώδεκα ακόμα κορίτσια, σε έναν πύργο προκειμένου να προσκυνήσει τα ομοιώματα των θεών. Όμως, η εντεκάχρονη Χριστίνα είχε ήδη γνωρίσει τη Χριστιανική πίστη και διατηρούσε στην καρδιά της την αγάπη για το Χριστό. Έτσι, αρνήθηκε να προσκυνήσει τα αγάλματα των ψεύτικων θεών.
Την προέτρεψαν να επιστρέψει στην παραδοσιακή πίστη αλλά μάταια.
Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί και να μαστιγωθεί από τον ίδιο τον πατέρα της, ο οποίος στη συνέχεια την παρέπεμψε στο δικαστήριο, το οποίο την καταδίκασε σε μια σειρά βασανιστηρίων, συμπεριλαμβανομένου του τροχού κάτω από τον οποίο έκαιγε φωτιά. Στη συνέχεια οδηγήθηκε στη φυλακή γεμάτη μώλωπες και πληγές. Εκεί θεραπεύτηκε ως εκ θαύματος από τρεις Αγγέλους που κατέβηκαν από τον ουρανό. Επιχειρήθηκε αργότερα ο πνιγμός της. Με μια πέτρα δεμένη στο λαιμό την έριξαν στη λίμνη της Μπολσένα. Όμως παραδόξως η πέτρα αντί να την τραβήξει στον πυθμένα επέπλεε οδηγώντας μάλιστα το κορίτσι στην όχθη.
Τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν: ρίχτηκε στη φωτιά, σύρθηκε στους δρόμους της πόλης, εκτέθηκε σε δηλητηριώδη φίδια, τις αφαίρεσαν το στήθος και τελικά την κτύπησαν θανάσιμα με δύο βέλη.
Όλα αυτά τα βασανιστήρια τα υπέμεινε με αξιοζήλευτη ανδρεία, θάρρος και πίστη στο Θεό.
Τα λείψανά της βρέθηκαν το 1880 σε μια σαρκοφάγο στις κατακόμβες κάτω από τη Βασιλική των Αγίων Γεωργίου και Χριστίνας.
πγπ