Τον αποκαλούσαν “συνήγορο των φτωχών” επειδή υπερασπιζόταν χωρίς ανταμοιβή όσους δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν δικηγόρο. Ο Μάρκος Ρέιντ – ο μελλοντικός Καπουκίνος Αδελφός Φιδέλιος – γεννημένος το 1578 στο Σιγκμάρινγκεν της Γερμανίας, κατείχε πτυχίο φιλοσοφίας και νομικής από το Πανεπιστήμιο του Φριμπούρ της Ελβετίας και είχε ξεκινήσει την καριέρα του στην Κολμάρ της Αλσατίας.
Λόγω του ότι έτεινε περισσότερο προς τις φιλοσοφικές σπουδές παρά στις αγορεύσεις των δικαστηρίων, αποδέχθηκε με ενθουσιασμό την πρόσκληση του Κόμη του Στότζινγκεν να αναλάβει τη διδασκαλία και την εκπαίδευση των παιδιών του και μιας ακόμα ομάδας νέων.
Σε διάστημα έξι ετών πέρασε από διάφορες πόλεις της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας, παρέχοντας χρήσιμη εκπαίδευση σε νέους και ευγενείς μαθητές. Μάλιστα του απέδωσαν το χαρακτηρισμό “Χριστιανός φιλόσοφος”.
Σε ηλικία 34 ετών, άφησε τα πάντα και επέστρεψε στο Φριμπούρ, αυτή τη φορά στο Μοναστήρι των Καπουκίνων και ενδύθηκε το λιτό ράσο του Αγίου Φραγκίσκου.
Ξεχωρίζοντας για τη σοφία του σύντομα ανέλαβε υψηλά καθήκοντα σε διάφορες Μονές του Τάγματος. Στο Weltkirchen οι κάτοικοι της περιοχής είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν την εξαιρετική φιλανθρωπία και το θάρρος του να βοηθά όσους είχαν πληγεί από τη φοβερή πανδημία της πανούκλας.
Η Ιερά Σύνοδος της Διάδοσης της Πίστεως (Congregatio de Propaganda Fide) εν μέσω της Προτεσταντικής κρίσης τον απέστειλε στην περιφέρεια της Raetia. Οι μεταστροφές που προκάλεσε το κήρυγμά του ήταν πολυάριθμες, αναπτύχθηκε όμως παράλληλα ένα κύμα εχθρότητας απέναντί του κυρίως από κάποιους Καλβινιστές αγρότες της περιοχής. Εκείνος όμως θα συνεχίσει απτόητος και με περίσσιο θάρρος την αποστολή του. Τελικά, ύστερα από την ολοκλήρωση ενός από τα κηρύγματά του και έχοντας πάρει το δρόμο της επιστροφής για το Μοναστήρι στο Seewis im Prättigau, έπεσε θύμα ενέδρας και θανατώνεται.
Ήταν 24 Απριλίου 1622.
Ο Πάπας Βενέδικτος 14ος προέβη το 1746 στην αγιωνυμία του.
πγπ