Ο Πίος, κατά κόσμον Francesco Forgione γεννήθηκε στην Pietrelcina, στην επαρχία του Benevento, στις 25 Μαΐου 1887. Οι γονείς του, Grazio και Giuseppa, ήταν φτωχοί αγρότες αλλά πολύ αφοσιωμένοι και ευλαβείς χριστιανοί. Κάθε βράδυ όλη η οικογένεια απήγγειλε το Άγιο Ροδάριο. Ένα κλίμα μεγάλης και εμπιστοσύνης στον Θεό και στην Παναγία επικρατούσε στην οικία τους.
Από πολύ νωρίς υπερφυσικά σημάδια παρουσιάστηκαν στη ζωή του μελλοντικού αγίου: από μικρός δέχονταν τις συχνές επισκέψεις του Ιησού και της Μαρίας, έβλεπε δαίμονες και αγγέλους, αλλά επειδή πίστευε ότι όλοι είχαν αυτές τις ικανότητες, δεν τις είχε αναφέρει ποτέ σε κανέναν. Στις 22 Ιανουαρίου 1903, σε ηλικία δεκαέξι ετών, εισήλθε στο μοναστήρι και ως Καπουκίνος Φραγκισκανός πήρε το όνομα αδελφός Πίος da Pietrelcina. Επτά χρόνια αργότερα, στις 10 Αυγούστου 1910, χειροτονήθηκε ιερέας. Επιθυμία του ήταν να γίνει ιεραπόστολος και να φύγει για μακρινές χώρες, όμως ο Θεός είχε άλλα σχέδια για εκείνον.
Τα πρώτα χρόνια της ιεροσύνης του υπέφερε από προβλήματα υγείας, τόσο που οι ανώτεροί του τον έστειλαν στην Pietrelcina, στο σπίτι του πατέρα του, εκεί όπου το κλίμα ήταν πιο ευνοϊκό. Ο Padre Pio ήταν σοβαρά άρρωστος στους πνεύμονες. Οι γιατροί θεωρούν πως η ζωή του θα τελειώσει σύντομα. Και σα να μην έφτανε αυτό, οι φοβερές οχλήσεις από το διάβολο, οι οποίες δεν αφήνουν ποτέ τον φτωχό αδελφό να ησυχάσει, έρχονταν να προστεθούν στην ασθένεια.
Το 1916 με απόφαση των ανωτέρων μεταφέρεται στη Μονή της Παναγίας των Χαρίτων του San Giovanni Rotondo. Εδώ θα ξεκινήσει η εξαιρετική πορεία του θαυματουργού αποστόλου και εξομολογητή του Padre Pio. Ένας ανυπολόγιστος αριθμός ανδρών και γυναικών, από όλα τα μέρη της Ιταλίας, αρχίζουν να συρρέουν στο εξομολογητήριο της Εκκλησίας του Μοναστηριού, εκεί όπου ταπεινός μοναχός περνούσε δεκατέσσερις έως δεκαέξι ώρες την ημέρα, για να ξεπλύνει τις αμαρτίες και να οδηγήσει τις ψυχές πίσω στο Θεό.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1918 λαμβάνει τα στίγματα των Παθών του Χριστού, τις πληγές που παρέμειναν ανοιχτές, επώδυνες και αιμορραγούσαν για πενήντα ολόκληρα χρόνια. Τον Πατέρα Πίο επισκέφτηκε ένας μεγάλος αριθμός γιατρών. Ο ίδιος έγινε στόχος συκοφαντιών και αναγκάστηκε να υπομείνει και πειθαρχικές διαδικασίες τις οποίες υπέμεινε πάντα με σεραφική υπομονή. Για πολλά χρόνια του απαγορεύεται να τελέσει τα Θεία Μυστήρια. Μόνο μετά από αρκετά χρόνια, απαλλαγμένος από τις συκοφαντικές κατηγορίες, μπόρεσε να επανενταχθεί στην ιερατική του διακονία.
Στην πόρτα του κελιού του είχε κρεμασμένη μια διάσημη φράση του Αγίου Βερνάρδου: «Η Παναγία είναι ο μοναδικός λόγος της ελπίδας μου». Η Παναγία είναι το μυστικό του μεγαλείου του Πατέρα Πίο αλλά και το μυστικό της αγιότητάς του. Τον Μάιο του 1956 της αφιέρωσε το «Σπίτι για την ανακούφιση από τα βάσανα», ένα από πιο καταρτισμένα Νοσοκομεία σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, με 70.000 νοσηλείες το χρόνο, εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας και συνδέσεις με υψηλού κύρους ερευνητικά Ινστιτούτα.
Στη δεκαετία του 1940, ιδρύει Ομάδες Προσευχής ως μια προσπάθεια καταπολέμησης της φοβερής πραγματικότητας του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Είχε μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία η οποία τον προστάτευε και τον βοηθούσε να νικήσει τις δαιμονικές επιθέσεις. Λέγεται ότι δύο φορές η Θεοτόκος τον θεράπευσε θαυματουργικά. Ο ίδιος προέτρεπε τους πιστούς ως εξής: «Να αγαπάτε την Παναγία και να την κάνετε να αγαπηθεί. Να απαγγέλετε καθημερινά το Άγιο Ροδάριο».
Ο Καρδινάλιος Ρανιέρο Κανταλαμέσα δήλωσε για τον Πατέρα Πίο πως «εάν όλος ο κόσμος τρέχει πίσω από τον Πατέρα Πίο – όπως έτρεχε κάποτε πίσω από τον Φραγκίσκο της Ασίζης – είναι επειδή αισθάνεται ότι δεν θα είναι η τεχνολογία με όλους τους πόρους της, ούτε η επιστήμη με όλες τις υποσχέσεις της που θα μας σώσει, αλλά μόνο η αγιότητα …σαν να λέμε η αγάπη».
πγπ