21 ΙΟΥΝΙΟΥ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΛΟΫΣΙΟΥ ΓΚΟΝΖΑΓΚΑ
O Αλοΰσιος γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου του 1568. Ήταν γιος του Φερδινάνδου Γκονζάγκα και της Μάρθας Σάντενα. Ο πατέρας του ήταν μαρκήσιος της Καστιλιώνας, άνθρωπος υπερήφανος και σκληρός αλλά ενδιαφερόμενος για την οικογένεια και την πίστη του. Η μητέρα του ήταν κοντέσα, μια γυναίκα πολύ καλή και ευλαβής. Αυτή της η ευλάβεια και η προσήλωσή της στο Θεό θα αφήσει σημάδια και στον γιο της.
Η πορεία του Αλοϋσίου ήταν προκαθορισμένη. Όπως ο πατέρας του, θα γινόταν μαρκήσιος. Έτσι από πολύ νωρίς εισήλθε στον κόσμο των ευγενών και των πλουσίων, έναν κόσμο χρυσό και λαμπερό συνάμα όμως διεφθαρμένο και καταστρεπτικό.
Σε ηλικία δέκα χρόνων, ενώ βρισκόταν στην Εκκλησία του Ευαγγελισμού στη Φλωρεντία, αφιέρωσε (αυθόρμητα) τον εαυτό του στο Θεό και στην Παναγία. Εάν κρίνουμε από την μετέπειτα πορεία του και το βίο που ακολούθησε, παρόλο του νεαρού της ηλικίας του ο Αλοΰσιος είχε πλήρη επίγνωση του τί ακριβώς έκανε εκείνη τη στιγμή. Η ζωή του έκτοτε γινόταν όλο και πιο παγερή και αδιάφορη σε ότι είχε να κάνει με την πολυτέλεια των ανακτόρων και το πνευματικό κενό των παλατίων. Μοναδική του ευχαρίστηση και ενδιαφέρον απετέλεσε η προσευχή και η πνευματική μελέτη. Ιδανικό για τον Αλοΰσιο έγινε η ακολουθία του Χριστού, να τον ακολουθεί άνευ όρων μέσω της πτωχείας. Από τη Φλωρεντία θα φύγει για την Μάντοβα όπου και ασθένησε. Οι γιατροί του επέβαλαν μια αυστηρότατη δίαιτα ψωμιού και νερού. Ο άγιος είδε αυτή την ταλαιπωρία ως μια ευκαιρία για να εκπαιδευτεί στη μετάνοια. Στη Μάντοβα του δόθηκε άλλη μια ευκαιρία: έλαβε την Πρώτη του Κοινωνία από τα χέρια του Καρδιναλίου Αγίου Καρόλου Βορρομαίου που ήρθε για ποιμαντική επίσκεψη στην πόλη.
Ο Αλοΰσιος παρέμενε αφοσιωμένος στην αφιέρωση που είχε κάνει στο Θεό. Αντιλαμβανόμενος, λοιπόν, όλο και περισσότερο τη ματαιότητα του κόσμου τούτου και την υπερβολή της ζωής των ευγενών, αποφάσισε να απαρνηθεί τα πρωτοτόκια και την περιουσία του πατέρα του και να ενταχθεί στο Τάγμα των Πατέρων Ιησουιτών. Ο πατέρας του, που έκανε όνειρα για τον γιό του αντέδρασε σθεναρά, κάμφθηκε όμως από την ήρεμη αποφασιστικότητα του Αλοΰσιου και τελικά υποχώρησε.
Το 1587 ο Αλοΰσιος αναχωρεί για τη Ρώμη και εισέρχεται στην Εταιρία του Ιησού. Κατά το δοκίμιο αποτέλεσε έκπληξη για τους ιδίους τους πατέρες ο τρόπος, η αυστηρότητα, η αφοσίωση και η σοβαρότητα με την οποία ο Αλοΰσιος πραγματοποιούσε την μετάνοια και την ασκητική ζωή. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι ανώτεροι του τον προέτρεπαν να μην κάνει τόση πολλή μετάνοια!!!
Λίγα χρόνια αργότερα μια τρομερή επιδημία θα πλήξει τη Ρώμη. Ο Αλοΰσιος μαζί με τους υπόλοιπους Πατέρες ήταν στις επάλξεις ώστε να παράσχουν βοήθεια στους ασθενείς. Γυρνούσε τα σπίτια των πλουσίων Ρωμαίων ζητώντας ελεημοσύνη για τους ασθενείς φτωχούς τους οποίους επισκέπτονταν και φρόντιζε στα νοσοκομεία. Τελικά θα πέσει και ο ίδιος θύμα της επιδημίας, πιθανότατα όταν σήκωσε στην πλάτη και μετέφερε στο νοσοκομείο έναν ετοιμοθάνατο προσβεβλημένο από πανώλη. Λίγο πριν πεθάνει είπε: «φεύγω ευτυχισμένος». Πέθανε στις 21 Ιουνίου 1591 σε ηλικία 24 χρονών.
«Χαρακτηριστική αρετή του Αγίου αυτού είναι η χριστιανική αγνότητα, την οποία κράτησε αμόλυντη, και μάλιστα μέσα σ’ ένα περιβάλλον τελείως κοσμικό και διεφθαρμένο.
Στη σημερινή σαρκολατρεία, όπου η αχαλίνωτη ελευθερία δε γνωρίζει όρια και ηθικούς φραγμούς, ο Άγιος Αλοΰσιος προβάλλει σαν όαση σε απέραντη έρημο».(Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Νικηφόρου Βιδάλη Τ’ΑΔΕΛΦΙΑ ΜΑΣ ΟΙ ΑΓΙΟΙ, σελ. 229).
π.Δ.Π.