21 ΙΟΥΛΙΟΥ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ ΕΚ ΒΡΙΝΔΙΣΙΟΥ, ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
O Ιούλιος Καίσαρας Ρούσσο, όπως ήταν το όνομά του, γεννήθηκε από τον Γουλιέλμο Ρούσσο και την Ελισσάβετ Μαζέλα στις 22 Ιουλίου του 1559.
Παρακολούθησε μαθήματα στα εξωτερικό σχολείο των Φραγκισκανών του Αγίου Παύλου του Ερημίτη στο Μπρίντιζι. Μεταξύ των ετών 1565 και 1567 ενδύθηκε το ράσο των φραγκισκανών και πέρασε από το εξωτερικό σχολείο στο εσωτερικό κολλέγιο, εκείνο που προετοίμαζε τα νεαρά παιδιά για την μοναχική ζωή.
Ο Ιούλιος έμεινε ορφανός από πατέρα και σύντομα και από μητέρα. Αυτό τον οδήγησε σε σοβαρά οικονομικά προβλήματα επιβίωσης. Για το λόγο αυτό ο δεκατετράχρονος τότε Ιούλιος μεταφέρεται από το Μπρίντιζι στη Βενετία εκεί όπου ένας θείος του ιερέας αναλαμβάνει τη φροντίδα του. Βήμα καθοριστικό αυτό για την μετέπειτα κλήση του και την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία.
Στις 18 Φεβρουαρίου 1575 ενδύεται επισήμως το μοναχικό ένδυμα και του δίνεται το όνομα Λαυρέντιος.
Απεστάλλει στην Παδούη όπου παρακολούθησε μαθήματα λογικής και φιλοσοφίας ενώ τα θεολογικά μαθήματα τα παρακολούθησε στη Βενετία και στις 18 Δεκεμβρίου 1582 χειροτονείται ιερέας.
Η άνοδός του στο εσωτερικό του Τάγματός του είναι ταχεία. Το 1589 γίνεται γενικός βικάριος, το 1594 επαρχιακός στη Βενετία, το 1596 ορίζεται δεύτερος Γενικός Σύμβουλος του Τάγματος, το 1598 επαρχιακός βικάριος της Ελβετίας, το 1599 Γενικός Σύμβουλος. Την ίδια χρονιά τέθηκε επικεφαλής της ιεραποστολής των Πατέρων Καπουκίνων στην Γερμανία.
Ένα επεισόδιο που συνέβη τον Οκτώβριο του 1601 συνέβαλε στην εξάπλωση και την αύξηση της φήμης που κατείχε ότι ήταν άγιος. Ο Λαυρέντιος θέλησε να είναι ένας από τους τέσσερις ιερείς που χρειάστηκε να βοηθήσουν πνευματικά τους καθολικούς στρατιώτες στην εκστρατεία τους εναντίον των Τούρκων. Έτσι στις 9 Οκτωβρίου έφτασε στο σημερινό Σεκεσφεχερβάρ της Ουγγαρίας, όπου ήταν εγκαταστημένος ο αυτοκρατορικός στρατός. Όταν ο εχθρός ξεκίνησε την επίθεση, ο πατέρας Λαυρέντιος ήταν ένα παράδειγμα τόσο με το λόγο του όσο με τη συμπεριφορά του. Οι Τούρκοι τον θεωρούσαν νεκρομάντη και μάγο, οι χριστιανοί άγιο, καθώς τον έβλεπαν να περιδιαβαίνει στο πεδίο των μαχών για να φροντίσει τους τραυματίες και να συνοδεύσει τους ετοιμοθάνατους, χωρίς να δεχτεί ούτε ένα κτύπημα από βέλη ή από άλλα όπλα.
Στις 24 Μαΐου 1602, σχεδόν ομόφωνα, ο πατέρας Λαυρέντιος εξελέγη γενικός βικάριος του τάγματος. Υπό αυτή την υψηλή ιδιότητα του ανατέθηκε να επισκεφθεί όλες τις πέρα από τις Άλπεις επαρχίες.
Έπειτα από τρία χρόνια θητείας, το 1604, μπόρεσε να επιστρέψει στο Μπρίντιζι, όπου αποφάσισε να χτίσει μια εκκλησία αφιερωμένη στην Κυρία των Αγγέλων και ένα προσκείμενο μοναστήρι. Οι χρηματοδότες του έργου, που επρόκειτο να κτιστεί στο μέρος όπου γεννήθηκε ο άγιος, ήταν ο Δούκας της Βαυαρίας, η πριγκίπισσα της Καζέρτα και άλλες προσωπικότητες που ο Καπουκίνος είχε την ευκαιρία να συναντήσει κατά τη διάρκεια των αποστολών του στην Ευρώπη.
Ο Λαυρέντιος ήταν ένας άνθρωπος των βιβλίων. Γνώστης άπταιστος της Αγίας Γραφής, έγινε ένας από τους χαρακτηριστικότερους κήρυκες της εποχής του και όχι μόνο.
Οι κάτοικοι της Νάπολης, που υπέφεραν από τη σκληρή αντιμετώπιση του αντιβασιλέως, Δούκα της Οσούνης ζήτησαν από το Λαυρέντιο να τους αντιπροσωπεύσει εμπρός στο Βασιλιά Φίλιππο Γ’ της Ισπανίας. Κατά τη διάρκεια εκείνης της αποστολής ο Λαυρέντιος πεθαίνει, ίσως από δηλητηρίαση.
Η μακαριονυμία του πατρός Λαυρεντίου πραγματοποιήθηκε το 1783 και η αγιοκατάταξή του το 1881. Το 1959 ο Πάπας Ιωάννης ΒΓ’ το ανακηρύσσει Διδάσκαλο της Εκκλησίας.