21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΠΑ ΠΙΟΥ Χ
Ο κατά κόσμον Τζιουζέπε-Μπέππο γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου 1835 και ήταν το δεύτερο παιδί από τα δέκα της φτωχής οικογένειας του Τζοβάνι-Μπατίστα Σάρτο και της Μαργαρίτας. Ο πατέρας του ήταν ταχυδρόμος του Τρεβί-ζο (Β. Ιταλία), και με πολύ μεγάλες προσπάθειες και πολλούς αγώνες ζούσε την πολυμελή οικογένεια του. Οι γονείς του ήσαν θεοσεβείς άνθρωποι και ανέθρεψαν τα παιδιά τους με τις καλύτερες χριστιανικές αρχές. Ο Μπέππο, σε ηλικία 6 χρόνων, άρχισε την επαφή με τα γράμματα και πολύ γρήγορα έμαθε τη λατινική, αφού απ' αυτήν την ηλικία γνώριζε να υπηρετεί τη θεία Λειτουργία. Πολύ γρήγορα επίσης ήρθε σε επαφή με την εκκλησιαστική μουσική και το όργανο. Βοηθούσε όμως και τον πατέρα του σε αγροτικές εργασίες, που συμπλήρωναν το μισθό του για να φάνε τόσα στόματα.
Σε ηλικία 10 χρόνων, αφού κατηχήθηκε από τον εφημέριο του, έκανε την πρώτη του εξομολόγηση και ένα χρόνο μετά έλαβε το Άγιο Χρίσμα. Όμως, το μεγάλο του παράπονο ήταν που δεν μπορούσε να κάνει και την πρώτη του Κοινωνία, σύμφωνα με την τότε παράδοση της Καθολικής Εκκλησίας. Η καρδιά του λαχταρούσε να δεχτεί τον Ευχαριστιακό Ιησού κι όμως έπρεπε να περιμένει μέχρι τα 14 χρόνια του
- Με πολύ μεγάλες θυσίες οι γονείς του «προνομιούχου» παιδιού το έγραψαν στο κολλέγιο του Καστελφράνκο. Κάθε πρωί έκανε με τα πόδια 7 χιλιόμετρα κι άλλα τόσα για επιστροφή και μάλιστα ξυπόλητος, για να μη χαλάει τα παπούτσια του. Στο κολλέγιο ήταν πάντα ο πρώτος μαθητής. Όταν τελείωσε το κολλέγιο μπήκε στο μεγάλο Ιερο-σπουδαστήριο της Παδούης, στο οποίο διακρίθηκε και πάλι πρώτος μαθητής στη θεολογία. Παρά ταύτα, τα οικογενειακά του προβλήματα τον έκαναν πάντα σκεφτικό. Έχασε τον πατέρα του σε νεαρή ηλικία, με αποτέλεσμα να κλονισθεί και να προβληματισθεί εάν έπρεπε να συνεχίσει, συλλογιζόμενος την πολυπληθή οικογένεια του. Η Θεία Πρόνοια όμως φρόντισε για όλα κι έτσι, χωρίς διακοπή, μπόρεσε να συνεχίσει τις σπουδές του και να τις τελειώσει.
Έλαβε όλες τις μικρές χειροτονίες, με κορύφωμα τηνιεροσύνη (1858).
Ο Δον Τζιουζέπε θ' αρχίσει την ιερατική του αποστολή ως υπεφημέριος στο Τόμπολο, μια μικρή ενορία με ανθρώπους χαμηλής στάθμης, από πάσης πλευράς. Από τα πρώτα του ιεραποστολικά βήματα θα διακριθεί για το ζήλο του υπέρ των φτωχών και δυστυχισμένων. Με τη βοήθεια και τη σωστή καθοδήγηση του έμπειρου εφημερίου του, ο Δον Τζιουζέπε στα 9 χρόνια που θα παραμείνει εδώ, θα αναμορφώσει το πρόσωπο της ενορίας, φέρνοντας μια πραγματική πνευματική άνοιξη.
Μετά τη μακρά θητεία της υπεφημερίας του, ο Επίσκοπος του τον ονομάζει εφημέριο στο Ζαλτσάνο.
Ο Άγιος Πατέρας γνωρίζοντας τις επιδόσεις του και προπαντός το ζήλο του για τις ψυχές, τον ονομάζει Επίσκοπο της Μάντοβα (1884). Και με το υψηλό αυτό αξίωμα ο Σάρτο θα παραμείνει όπως πάντα ταπεινός, απλός, φτωχός, εκείνος που αποφεύγει τις τιμές και κρύβει τα προσόντα του.
Στις επισκοπικές του επισκέψεις δίνει προτεραιότητα στους άσημους και φτωχούς και ύστερα στους μεγάλους. Ανακαινίζει το ετοιμόρροπο ιεροσπουδαστήριο της επαρχίας του, το οποίο ονομάζει: «Καρδιά της καρδιάς μου».
Το 1893 ονομάζεται Καρδινάλιος και Πατριάρχης της Βενετίας. Στη νέα του μεγάλη θέση θα αγωνιστεί για την ελευθερία της Εκκλησίας από τους Φραμασόνους, που τότε κυριαρχούσαν παντού και φυσικά στην ιστορική πόλη. Θα αγωνισθεί το ίδιο και εναντίον της δυστυχίας που μάστιζε τις μεγάλες λαϊκές μάζες.
«Τότε μόνο θα είμαι ευτυχής, όταν θα είμαι ο τελευταίος ζητιάνος της Βενετίας». Δεν θα περάσει πολύς καιρός και θα το επιτύχει κι αυτό. Γιατί δεν έμεινε κλεισμένος μέσα στο λαμπρό παλάτι της Βενετίας, αλλά φορούσε το μαύρο του ράσο και πήγαινε να επισκεφθεί τις φτωχογειτονιές
Τίποτε δεν άφησε στο παλάτι από τα πολύτιμα κειμήλια. Όλα μετατράπηκαν σε χρήμα για τους φτωχούς. Κι όταν πια δεν είχε τίποτε άλλο να διαθέσει, ζητιάνευε ο ίδιος. Όμως, η Βενετία, ύστερα από λίγα χρόνια, ανακουφίστηκε, χάρη στις άοκνες προσπάθειες του Καρδιναλίου της.
Ο γέροντας Πάπας Λέων 13ος πέθανε στις 20 Ιουλίου 1903. Η εκλογή νέου Πάπα επιτεύχθηκε ύστερα από πολλές και περιπετειώδεις ψηφοφορίες στην Καπέλα Σιξτίνα. Τελικά εξελέγη με πλειοψηφία ο νέος Πάπας, στο πρόσωπο του όχι φημισμένου και ξακουστού Καρδιναλίου της Βενετίας, τουλάχιστον στον ευρύ χώρο της τότε Καθολικής Εκκλησίας. Όμως, το Άγιο Πνεύμα, που καθοδηγεί πάντα την Εκκλησία του Χριστού, παρακάμπτει τις περισσότερες φορές τα ανθρώπινα κριτήρια…
Το έργο του Πίου 10ου συνοψίζεται στην αποστολική φράση: «Ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν Χριστώ». Μ1 αυτόν τον τίτλο, στις 4 Οκτωβρίου 1903 κυκλοφόρησε η πρώτη παπική του εγκύκλιος, που τόσο περίμενε ο χριστιανικός κόσμος. Το ύφος της έδειχνε μεγάλη αγάπη προς όλους και διακήρυττε το σύνθημα του νέου Ποντίφικα «Να επαναφέρουμε τα πάντα στο Χριστό, που είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας».
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1907 η εγκύκλιος «Ποιμαντικό Έργο» καταδίκαζε κατηγορηματικά τις πλάνες της εποχής και έδινε θανάσιμο πλήγμα στο μοντερνισμό μέσα στην Καθολική Εκκλησία. Βεβαίως, αυτό στοίχισε ακριβά στην Εκκλησία, ειδικά σε μερικές χώρες, όπως τη Γαλλία. Όμως, είχε σώσει την ελευθερία της.
Άλλες μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας και που θεωρήθηκαν τολμηρές για την εποχή εκείνη ήταν:
- Οι αλλαγές μέσα στη Ρωμαϊκή Κουρία, που περιόριζαν το αυστηρό και άκαμπτο πρωτόκολλο και έφερναν περισσότερη απλότητα, ελευθερία και ευαγγελικό πνεύμαστην ίδια τη ζωή του Πάπα και τους συνεργάτες του.
- Η εκκλησιαστική μουσική και προπάντων η γρηγοριανή, που έπρε-πε στο εξής να καλλιεργείται με ιδιαίτερη
προσοχή, για να ξαναβρεί την παλιά της αίγλη και λαμπρό-
τητα. - Η δραστηριοποίηση των ιεραποστολών με σχολεία, πανεπιστήμια, άσυλα και παντός είδους μέσα που απαιτούσαν οι καιροί.
- Η μεταρρύθμιση στο θέμα της Πρώτης Κοινωνίας, που πρέπει να γίνεται στην ηλικία διακρίσεως, σύμφωνα με την παραγγελία του Χριστού: «Αφήνετε τα παιδιά να έρχονται σε μένα και μην τα εμποδίζετε»
- Η μεταρρύθμιση στην κατήχηση με ερωταποκρίσεις, τρόπος μύησης των παιδιών, που έφερε πολλούς καικαλούς πνευματικούς καρπούς στον κατηχητικό τομέα της Καθολικής Εκκλησίας μέχρι σήμερα.
Τέλος, εξαντλημένος από την καθημερινή κόπωση των παπικών του καθηκόντων και κυρίως από τις έγνοιες της παγκόσμιας Εκκλησίας από το ένα μέρος, και από το άλλο, τρομοκρατημένος από τη λαίλαπα του πολέμου που διαγραφόταν καθαρά στον ορίζοντα, και που πολλές φορές τον είχε προφητεύσει, μαζί με τις συμφορές που θα είχε συσσωρεύσει στην ανθρωπότητα, (μαρτυρίες του πιο στενού συνεργάτη του, Μερρύ ντε Βαλ, Καρδιναλίου επί των εξωτερικών υποθέσεων), αρρώστησε, περισσότερο από ψυχική οδύνη παρά από σωματική αιτία.
Πάντα με την αγωνία του πολέμου, πέθανε οτις 20 Αυγούστου 1914.
Στις 29 Μαΐου 1954, ο Πάπας Πίος 12ος, τον ανακήρυξε Άγιο. Η εορτή του, με τη μεταρρύθμιση του Μαρτυρολογίου, τοποθετήθηκε στις 21 Αυγούστου.*