Ο Άγιος Βερναρδίνος γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1380 στην πόλη Massa Marittima (Grosseto).
Στα έξι του χρόνια μένει ορφανός και από τους δύο γονείς και από τότε ανέλαβαν να τον φροντίσουν συγγενής. Πρώτα η αδελφή της μητέρας του και έπειτα ο αδελφός του πατέρα του. Δεν έλλειψαν από την ανατροφή του εκκλησιαστικές προσωπικότητες μιας και μια εξαδέλφη του και μια θεία του ήταν μοναχές. Αυτές τον εκπαίδευσαν στα χριστιανικά ζητήματα όμως χωρίς επιβολές ή υπερβολές καθώς ο χαρακτήρας του Βερδαρδίνου ήταν αρκετά δυνατός, πλήρως διακατεχόμενος από το αίσθημα της ελευθερίας και της υπευθυνότητας.
Σπούδασε γραμματική, ρητορική και λογοτεχνία του Δάντη και από το 1396 μέχρι το 1399 νομικά στο Πανεπιστήμιο της Σιένα.
Φαίνεται ότι δεν είχε προδιάθεση για μια ιερατική ζωή, αφού αντί των βιβλικών κειμένων προτιμούσε τα λαϊκά ποιήματα.
Σε ηλικία 18 ετών παρόλο που η ζωή του δεν διέφερε καθόλου με εκείνη των συνομηλίκων, εντάχθηκε στην αδελφότητα της Αγίας Μαρίας της Σκάλας, αδελφότητα αυστηρή και πειθαρχική. Οι συναντήσεις αυτής της αδελφότητας λάμβαναν χώρα στα υπόγεια του μεγάλου νοσοκομείου που βρισκόταν μπροστά από τον καθεδρικό ναό της Σιένας.
Ήταν 20 χρονών όταν το 1400 η Σιένα επλήγη από την τρομερή πανώλη. Στο νοσοκομείο, έδρα της αδελφότητας, πολλοί γιατροί έπεφταν θύματα της τρομερής αυτής επιδημίας και πέθαναν αναγκάζοντας τον προεστό της αδελφότητας να ζητήσει βοήθεια από όσα μέλη μπορούσαν να βοηθήσουν. Ο Βερναρδίνος μαζί με άλλους συντρόφους προσφέρθηκε εθελοντής. Τελικά ύστερα από μερικούς μήνες προσφοράς και φροντίδας θα νοσήσει και ο ίδιος. Τέσσερις μήνες χαροπάλευε αλλά κατάφερε να θεραπευτεί. Έκτοτε ασχολήθηκε με τη φροντίδα της θείας του που είχε χάσει το φως της.
Εκείνη την περίοδο άρχισε να σκέφτεται έντονα την είσοδό του σε κάποια μοναχική κοινότητα. Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1402 απαλλαγμένος από ότι αγαθό κατείχε, εισέρχεται στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου στη Σιένα. Έναν χρόνο μετά χειροτονείται ιερέας και το 1405 διορίζεται κήρυκας από τον Βικάριο του τάγματος.
Η μοναχική ζωή του θα χαρακτηριστεί από το κήρυγμα. Αρχικά θα ασχοληθεί με τη μελέτη μεγάλων θεολόγων, κυρίως Φραγκισκανών, αλλά και με τη μελέτη ασκητικών, μυστικιστικών και άλλων θεολογικών κειμένων. Τα επόμενα χρόνια θα είναι για εκείνον ένα συνεχές ταξίδι, από πόλη σε πόλη της Τοσκάνης, όπου η φήμη του εξαπλώθηκε ταχύτατα. Κατάφερε με τη χρήση απλών εκφράσεων, παρομοιώσεων ακόμα και ανέκδοτων να μαγνητίζει τα πλήθη των χριστιανών που συνάζονταν στις πλατείες για να ακούσουν τα περίφημα κηρύγματά του.
Σε μια προσπάθεια να μην λησμονείται γρήγορα το περιεχόμενο του κηρύγματός του ο Βερναρδίνος επινόησε ένα οικόσημο που τοποθετούνταν οπουδήποτε είχε περάσει και κηρύξει. Το σύμβολο παρουσιάζει έναν ήλιο φωτεινό σε γαλάζιο φόντο. Επάνω από τον ήλιο υπάρχουντα γράμματα IHS, τα αρχικά των λέξεων Iesus Hominum Salvator που σημαίνει Ιησούς των Ανθρώπων Λυτρωτής, ή κατά κάποιους άλλους των λέξεων In Hoc Signo (vinces) δηλαδή Εν Τούτο Νίκα. Ο ήλιος συμβολίζει τον Ιησού Χριστό την πηγή της ζωής. Δώδεκα από τις ακτίνες συμβολίζουν την αγάπη που εκπέμπει ο ήλιος μέσω των Αποστόλων και οκτώ ακόμα ακτίνες τους μακαρισμούς. Η λουρίδα που περιτριγυρίζει τον ήλιο υποδεικνύει την ευτυχία των μακαρίων, το γαλάζιο του φόντου συμβολίζει την πίστη και το χρυσό την αγάπη. Επάνω στο γράμμα Η στηρίζεται ένας Σταυρός. Ως πλαίσιο υπάρχει η φράση του Παύλου: «Στο όνομα του Ιησού κάθε γόνατο ας λυγίσει, των επουράνιων, των επιγείων και των καταχθονίων».
Δυστυχώς ο Βερδαρδίνος κατηγορήθηκε για το σύμβολο αυτό πως υπέπεσε σε αιρετικές διδασκαλίας. Τρεις φορές κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις καταγγελίες αυτές που προέρχονταν κυρίως από του Αυγουστινιανούς και τους Δομινικανούς και τις τρεις φορές ο φραγκισκανός μοναχός κατάφερε να αποδείξει την ορθοδοξία των θέσεών του. Βέβαια είχε την εύνοια του Πάπα Ευγενίου του 4ου ο οποίος τον χαρακτήρισε ως ‘τον πλέον λαμπρό κήρυκα ανάμεσα σε εκείνος που στο παρόν ευαγγελίζουν στην Ιταλία και εκτός’.
Από τη θέση του Γενικού ηγουμένου των μονών του Αγίου Φραγκίσκου της Ιταλίας, αξίωμα που του δόθηκε το 1438 θα συμβάλει τα μέγιστα στην μεταρρύθμιση του τάγματος. Ο αριθμός των μοναστηριών αυξήθηκε από 20 σε 200, απαγόρευσε σε αναλφάβητους μοναχούς να εξομολογούν, οργάνωσε μαθήματα σχολαστικής θεολογίας και κανονικού δικαίου και προσπάθησε να αναγεννήσει το πνεύμα του Κανόνα του Αγίου Φραγκίσκου. Τρεις φορές του προτάθηκε να γίνει επίσκοπος και τις τρεις φορές αρνήθηκε το αξίωμα.
Το 1442, λόγω κούρασης και αρκετών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε ζήτησε παραίτηση από γενικός ηγούμενος. Έχοντας περισσότερο χρόνο αφιερώθηκε στο κήρυγμα, η υγεία του όμως όλο και επιβαρυνόταν.
Πέθανε σε ηλικία 64 ετών, παρόλο που έδειχνε κατά πολύ γηραιότερος, στις 20 Μαΐου 1444 στην Άκουιλα στο δρόμο προς τη Νάπολη. Οι αδελφοί που τον συνόδευαν προσπάθησαν να μεταφέρουν το νεκρό του σώμα στην πόλη του τη Σιένα, όμως οι κάτοικοι της Άκουιλα τους επέτρεψαν να πάρουν μονάχα το ράσο του.
Έξι χρόνια μετά το θάνατό του ο Πάπας Νικολός ο 5ος από τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη τον ανακήρυξε άγιο.
πγπ