Γεννήθηκε γύρω στο 1240 στη Σαξονία. Η οικογένεια Χάκεμπορν, στην οποία ανήκε, ήταν μια από τις πιο ευγενείς και ισχυρότερες της Θουριγγίας.
Η μεγαλύτερη αδερφή της, η Γερτρούδη, ήταν ηγουμένη στο μοναστήρι της Χέλφτας. Σε ηλικία επτά ετών η Ματθίλδη εισήχθη στο μοναστήρι των Βενεδικτίνων του Rodardsdorf. Εκεί ωρίμασε μέσα της η επιθυμία να αφιερωθεί στον Κύριο και έτσι αποφασίζει να φορέσει το μοναχικό ένδυμα. Το 1258 μετατέθηκε στη μονή της μεγαλύτερης αδερφής της στη Χέλφτα.
Διακρίθηκε για τη βαθιά της ταπεινότητα, την αθωότητα και την ευγένειά της, τόσο πολύ που έγινε περιζήτητη σύμβουλος για τις αδερφές της και για πολλούς άλλους χριστιανούς της περιοχής.
Ξεχώριζε για τις ιδιαίτερες ικανότητές της στην ψαλμωδία, δημιούργησε και διηύθυνε τη χορωδία του μοναστηριού της. Μάλιστα ο ίδιος ο Δάντης εμπνεύστηκε από τη Ματθίλδη κάνοντας αντίστοιχη αναφορά στο έργο του. Λόγω των πνευματικών και καλλιτεχνικών της ικανοτήτων έγινε υπεύθυνη της σχολής του μοναστηριού και ονομάστηκε «καντόρα». Η όμορφη φωνή της και η θέρμη της στην ψαλμωδία της χάρισαν το όνομα «αηδόνι του Χριστού». Η δοξολογία του Θεού ήταν γι’ αυτήν η πρωταρχική ενασχόληση της ζωής της και η βαθύτερη και υψηλότερη έκφραση της ύπαρξής της. Στην απαγγελία και στο άσμα της Ιεράς Ακολουθίας δονούσε ολόκληρη η ψυχή της. Τα λόγια κυλούσαν γλυκά από τα χείλη της και συχνά, κατά τη Λειτουργία, έπεφτε σε έκσταση. Όλη της η συγκέντρωση, η ευσέβεια και η αφοσίωση συνέκλιναν προς τη λειτουργία, από την οποία αντλούσε άφθονα μια διακαή θεϊκή αγάπη. Επέβαλε τον εαυτό της σε σκληρές μετάνοιες και απονεκρώσεις ζητώντας με αυτές από το Θείο Λυτρωτή έλεος για το κακό που διέπραξαν οι αμαρτωλοί αμετανόητοι.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της υπέφερε από φρικτούς πονοκεφάλους και από άλλα προβλήματα υγείας που ολοένα και επιδεινωνόταν μετατρέποντας την καθημερινότητά της σε ένα αληθινό μαρτύριο. Στις 18 Οκτωβρίου 1299 έλαβε το Ευχέλαιο και πέθανε την επομένη προσφέροντας την καρδιά της στο Σωτήρα.
πγπ