Ο Άγιος Αλβέρτος, από τους πιο σοφούς άνδρες της εποχής του, ένας άλλος χριστιανός Αριστοτέλης, όπως τον αποκαλούσαν, με την πολυμάθεια του και τη διδασκαλία του, έδωσε αξιοθαύμαστη ώθηση στις θεολογικές και φιλοσοφικές επιστήμες. Ως διδάσκαλος και πρόδρομος του Αγίου Θωμά Ακυϊνάτη, εφαρμόζοντας τις φιλοσοφικές αρχές του Αριστοτέλη στη χριστιανική διδασκαλία, προετοίμασε τη σχολαστική Θεολογία, η οποία επηρέασε το θεολογικό λόγο μέσα στη Δυτική Εκκλησία μέχρι τις μέρες μας.
Ίσως αναρωτιέται ο ευσεβής αναγνώστης, πώς μπορεί να συμβιβαστεί η επιστήμη με την αγιότητα, όταν μάλιστα αυτή υπερβαίνει τη θεολογική σκέψη και επεκτείνεται σε καθαρά θετικές επιστήμες;
Πιστεύω ότι ο σημερινός μας Άγιος συνδύαζε και τα δύο, με πολλή αρμονία και συνέπεια.
Λεν μας είναι γνωστές πολλές λεπτομέρειες για τα νεανικά του χρόνια.
Ανήκε πάντως σε οικογένεια ευγενών και γεννήθηκε στη Βαυαρία, προς το τέλος του 12ου με αρχές του 13ου αιώνα (1206;). Σπούδασε στα περίφημα Πανεπιστήμια της Παδούης και των Παρισίων όλες τις σύγχρονες επιστήμες (Μαθηματικά, Ιατρική, Φυσική), για τις οποίες είχε πραγματικό έρωτα.
Αργότερα, αποφάσισε να αφιερωθεί στο Θεό και μπήκε στο τάγμα των μοναχών του Αγίου Δομίνικου. Κατά τις θεολογικές του σπουδές, υπερέβη κι αυτούς τους καθηγητές του. Ως καθηγητής της Θεολογίας δίδαξε σ’ όλα σχεδόν τα μεγάλα πανεπιστήμια της Ευρώπης, τα οποία λάμπρυνε με την πολυμάθεια του. Ξεχωριστή φυσιογνωμία μεταξύ των μαθητών του ήταν και ο Θωμάς ο Ακυϊνάτης, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή και αχώριστη φιλία. Είναι γεγονός ότι μεγαλοφυή πνεύματα που αλληλοεκτιμούνται και αλληλοαγαπιούνται συμπληρώνουν το ένα το άλλο.
Καίτοι βυθισμένος στην επιστήμη και τη διδασκαλία, ο Αλβέρτος δεν αμελεί ούτε την αποστολική του δράση, ούτε τη σωτηρία των ψυχών.
Συχνά κηρύττει και καθοδηγεί τις ψυχές στην πνευματική ζωή. Σαν άνθρωπος φρονήσεως και εξαιρετικής κρίσεως συμβάλλει στην εξομάλυνση πολλών διαφορών μεταξύ Εκκλησίας και πολιτείας και συμφιλιώνει πολλές πολιτείες βρισκόμενες σε διάσταση. Συμβάλλει επίσης στην πειθαρχία και τη διάδοση των ευαγγελικών αρετών, στο χώρο του τάγματος του. Αργότερα, ονομάζεται Επίσκοπος της Ρατισβόνης, στην οποία επαναφέρει την ομόνοια και την πειθαρχία, διερχόμενος την επαρχία του, κηρύττοντας και δίνοντας πρώτος το παράδειγμα της αρετής και της αγιοσύνης, ντυμένος όπως ο απλούστερος των κληρικών, σ’ αντίθεση με την πολυτέλεια που αγαπούσαν ορισμένοι κληρικοί της εποχής του. Δεν θα διατηρηθεί όμως πολύ στα επισκοπικά του καθήκοντα, γιατί οι μελέτες του τον συγκινούν περισσότερο. Έτσι, παραιτείται και επιστρέφει στο τάγμα του, στην Κολωνία. (Το συγγραφικό του έργο σε θρησκευτικές και επιστημονικές μελέτες είναι τεράστιο). Σαν απλός ιερωμένος (παρά το επισκοπικό του αξίωμα) θα συνεχίσει την αποστολική του δράση, κυρίως στον τομέα του κηρύγματος, των μελετών και των πλουσίων συγγραμμάτων του, έχοντας ένα και μόνο σκοπό, να διδάσκει παντού την αγάπη του Θεού, πεπεισμένος ότι η επιστήμη πρέπει να οδηγεί στην πίστη και την εξύψωση τον ανθρώπου.
Απεβίωσε σε προχωρημένη ηλικία, στην Κολωνία, το 1280. Ανακηρύχθηκε Άγιος και Διδάσκαλος της Εκκλησίας από τον Πάπα Πιο 11ο το 1931.
Πηγή: Τ’ αδέλφια μας οι άγιοι