15 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΟΥΡΟΥ, ΜΟΝΑΧΟΥ
Γεννήθηκε στη Ρώμη το 512. Ο πατέρας του Ευτύχιος ήταν γερουσιαστής και πρόξενος και η μητέρα του Ιουλία ευγενής Ρωμαία.
Η περίοδος εκείνη χαρακτηρίζονταν από επιδρομές βαρβάρων: οι αρχαίες ρωμαϊκές αρετές ήταν μια ανάμνηση του παρελθόντος, η βία και η διαφθορά βασίλευαν παντού, τα σχολεία ήταν ανύπαρκτα και ο Χριστιανισμός θεωρούταν απλή δεισιδαιμονία.
Ο πατέρας του, γνωρίζοντας το μοναστήρι του Σουμπιάκο και το έργο του Αγίου Βενέδικτου αποφάσισε στείλει το παιδί του εκεί. Έτσι, σε ηλικία 12 ετών, ο Μάουρο έγινε δεκτός από το Βενέδικτο και εντάχθηκε στο τάγμα του.
Ο Μάουρο δεν ήταν ο πρώτος που χρονολογικά εισήλθε στο τάγμα, όμως ο Βενέδικτος εξέτρεφε για εκείνον μια ιδιαίτερη στοργή, γιατί έβλεπε σε αυτόν την τελειότερη έκφραση της μοναστικής ζωής. Για το λόγο αυτό του εμπιστεύτηκε σημαντικές αρμοδιότητες.
Η προσευχή και η εργασία συνόδευσαν όλη τη ζωή του Μάουρο και χάρη στην προσευχή, λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Μέγας, ο Μάουρο μπόρεσε να δει έναν διάβολο να τραβά από το ράσο έναν μοναχό. Η ίδια σκηνή συνέβαινε κάθε μέρα την ώρα της προσευχής και χάρη σε μια προνοητική παρέμβαση, ο Μάουρο κατάφερε να απελευθερώσει τον αδελφό του. Πολλά ήταν τα θαυματουργικά σημεία που σημειώνονταν κατά την παρουσία του.
Το 529 όλοι οι μοναχοί μετακόμισαν στο Cassino, ο Μάουρο όμως παρέμεινε στο Subiaco δίνοντας ζωή σε εκείνο το αβαείο που αργότερα θα γινόταν ένα από τα σημαντικότερα στον κόσμο. Όταν ο Επίσκοπος του Λε Μαν, ορμώμενος από τη φήμη της αγιότητας του Βενέδικτου, του ζήτησε να στείλει μερικούς από τους πιο αγίους μοναχούς του να χτίσουν ένα μοναστήρι, ο Βενέδικτος επέλεξε το Μάουρο και τέσσερις άλλους συντρόφους του. Με κάποιες δυσκολίες οι μοναχοί κατάφεραν να χτίσουν το μοναστήρι του Glanfeuil (σήμερα Saint Maur sur Loire). Το νέο αβαείο έγινε αμέσως ξακουστό και σε σύντομο χρονικό διάστημα υποδέχτηκε 140 μοναχούς.
Ο Μάουρο ίδρυσε κι άλλες κοινότητες διάσπαρτες σε όλη τη Γαλλία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του επικεντρώθηκε εξολοκλήρου στην προσευχή. Κτυπημένος από πλευρίτιδα πέθανε στις 15 Ιανουαρίου 584.
πγπ