15 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΒΙΡΓΙΝΙΑΣ CENTURIONE BRACELLI
Η Αγία Βιργινία Τσεντουριόνε γεννήθηκε στη Γένοβα στις 2 Απριλίου 1587. Ο πατέρας της Γεώργιος ήταν Δόγης της Δημοκρατίας και η μητέρα της Λέλια Σπινόλα μέλος της παλαιάς αριστοκρατίας της πόλεως. Δύο ημέρες μετά τη γέννησή της βαπτίστηκε και έλαβε κατά τη διάρκεια των παιδικών της χρόνων μια υψηλού επιπέδου χριστιανική μόρφωση που της επέτρεψε να δημιουργήσει μια σταθερή πίστη.
Ήταν αρκετά προσκολλημένη σε πρακτικές ευλαβείας. Από πολύ νωρίς ανακάλυψε την κλήση της στην αφιερωμένη ζωή και το σκεπτικό να εισέλθει σε μοναστήρι δε δίστασε να το μοιραστεί με τη μητέρα της. Όμως η μητέρα της πέθανε και η Βιργινία δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει την επιθυμία της καθώς ο πατέρας της, χωρίς να λάβει υπόψη τη γνώμη της κοπέλας, είχε υποσχεθεί να δώσει το χέρι της σε κάποιον Γάσπαρη Μπρατσέλλι, μέλος ευγενούς και πλούσιας γενοβέζικης οικογένειας, τον οποίο λίγο ενδιέφερε ο ενάρετος βίος. Αντιθέτως, προτιμούσε την καλοπέραση και τα παιχνίδια. Μόλις η Βιργινία άκουσε τα νέα για το μέλλον της ξέσπασε σε κλάματα, όμως από υπακοή στον πατέρα της δέχτηκε το γάμο, που τελέστηκε στις 7 Ιανουαρίου 1602.
Ο γάμος αποτέλεσε για τη Βιργινία σχολείο προσωπικής αγιοποίησης. Δύο κόρες, η Λέλια το 1604 και η Ισαβέλλα το 1605 την γέμισαν ευτυχία. Όμως πολύ σύντομα οι κακές συνήθειες του συζύγου της τον οδήγησαν σταδιακά σε φθορά, τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που κινδύνευε η ζωή του, ενώ εκείνος είχε απομακρυνθεί από την οικογένειά του. Η Βιργινία προσπάθησε με κάθε τρόπο να τον επαναφέρει στον ίσιο δρόμο, και έτρεξε να τον περιμαζέψει και να φροντίσει το σώμα και την ψυχή του συζύγου της. Κατάφερε να τον οδηγήσει στο δρόμο της χάριτος πριν το θάνατό του στις 13 Ιουνίου 1607. Εκείνη την ημέρα η μόλις εικοσάχρονη Βιργινία, με τον όρκο ισόβιας αγνότητας, χάρισε στο Θεό όλο της το είναι, αρνούμενη δυναμικά την πρόταση του πατέρα της για δεύτερο γάμο. Αφιερώθηκε στην εργασία της, στην ανατροφή των παιδιών της και στην προαγωγή των έργων των φτωχών εκκλησιών στις οποίες δώριζε χρήματα και ενδύματα.
Το 1625 ίδρυσε τέσσερα σχολεία για εγκαταλελειμμένα παιδία όπου μπορούσαν να εκπαιδευτούν ηθικά και να προετοιμαστούν για εργασία. Έπειτα ασχολήθηκε με τους ηλικιωμένους και τους ασθενείς για τους οποίους παραχώρησε το μισό των εσόδων της. Τέλος, όταν τακτοποίησε τις κόρες της, ελεύθερη πλέον από οικογενειακές υποχρεώσεις αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στους φτωχούς.
Το χειμώνα μεταξύ των ετών 1624 / 25 πλήθη προσφύγων κατέκλεισαν την πόλη της Γένοβας, τα περίχωρα και όλη τη γύρω περιοχή. Μια νύχτα η Βιργινία άκουσε το κλάμα ενός μικρού εγκαταλελειμμένου κοριτσιού που είχε αφεθεί στο κρύο του δρόμου. Το πήρε στο σπίτι και της είπε: «θα μένεις μαζί μου και θα είσαι η κόρη μου». Σύντομα τα παιδιά έγιναν δεκαπέντε και το σπίτι της Βιργινίας έγινε το σπίτι τους όπου βρήκαν φαγητό και ζεστασιά. Αυτή ήταν η αρχή της δημιουργίας μιας οικογενείας στην οποία βρήκαν καταφύγιο εκατοντάδες θύματα των πολεμικών συγκρούσεων που συγκλόνισαν τη Γένοβα και την Ιταλία κατά το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 1600 και την αρχή της τρίτης. Επακόλουθο του πολέμου ήταν η οικονομική δυσχέρεια.
Η Βιργινία μέχρι το 1626 είχε απαρνηθεί ότι είχε και δεν είχε προς όφελος των πτωχών. Ίδρυσε πρώτα τις Βοηθούς των Κυρίων του Ελέους και λίγα χρόνια αργότερα τις Εκατό Κυρίες του Ελέους, με την μοναδική αποστολή την προστασία και τη φροντίδα των πτωχών. Ανέβαινε στις αγκυροβολημένες γαλέρες που ήταν φορτωμένες με σκλάβους, ενώ δεν δίσταζε να διεισδύει, με κίνδυνο της ζωής της, στις πλέον υποβαθμισμένες και επικίνδυνες γειτονιές της Γένοβα ώστε να προάγει την κοινωνική και ηθική λύτρωση εκείνων των δύσμοιρων ανθρώπων, μέσω της κατήχησης των μικρών παιδιών, του κηρύγματος του Ευαγγελίου και της απαγγελίας του αγίου Ροδαρίου.
Τα ήδη σαράντα κορίτσια που φρόντιζε στο σπίτι της ήταν πολλά και ο χώρος δεν κάλυπτε τις ανάγκες της Βιργινίας και των κοριτσιών. Έτσι απευθύνθηκε σε μια φίλη της Δούκισσα η οποία είχε υπό την κατοχή της ένα μοναστήρι μαζί με την Εκκλησία. Όμως για τη Βιργινία δεν ήταν αρκετή μια προσωρινή μετακόμιση αλλά ένα μελλοντικό σχέδιο σταθερότητας.
Στις 13 Απριλίου 1631 άφησαν για πάντα το σπίτι της Βιργινίας και εγκαταστάθηκαν στο μοναστήρι της Επισκέψεως του όρους Καλβάριου που η Δούκισσα τους είχε παραχωρήσει. Αργότερα νοίκιασε κι άλλα σπίτια για τις ολοένα και περισσότερες ανάγκες μέχρι που κατόρθωσε να κτίσει το δικό της μεγάλο και ευρύχωρο κτήριο. Την ίδια ημέρα ίδρυσε ένα ιδιόρρυθμο μοναχικό μοντέλο αφιερωμένης ζωής που δεν περιορίζοντας στο μοναστήρι αλλά τα μέλη αυτής της κοινότητας ήταν ελεύθερα να κυκλοφορούν στους δρόμους για να φροντίζουν τους φτωχούς. Για να μπορέσει να παραμείνει στα έννομα πλαίσια των εκκλησιαστικών κανόνων της εποχής εκείνης, καθιέρωσε οι όρκοι που οι υποψήφιες έδιναν να είναι ιδιωτικοί. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζονταν η ελεύθερη εκτέλεση τις αποστολής τους έξω από την clausura του μοναστηριού.
Πέθανε στις 15 Δεκεμβρίου 1651 και το σώμα της ενταφιάστηκε στο μοναστήρι της Παναγίας της Καταφυγής. Τα επόμενα 150 χρόνια παρέμεινε ξεχασμένη ακόμα κι από τις ίδιες τις μοναχές που είχε ιδρύσει. Επανήλθε στην επικαιρότητα στις 20 Σεπτεμβρίου 1801 όταν ύστερα από νόμο του Ναπολέοντα κατεδαφίστηκε το μοναστήρι που είχε ενταφιαστεί. Τότε οι εργάτες που γκρέμιζαν την εκκλησία βρήκαν τη μεταλλική μπάρα και όταν την άνοιξαν διαπίστωσαν ότι το σώμα της Βιργινίας είχε μείνει άθικτο.
Η μακαριονυμία έγινε στις 22 Σεπτεμβρίου 1985 ενώ στις 18 Μαΐου 2003 το όνομά της προστέθηκε στον κατάλογο των Αγίων της Εκκλησίας μας.