Ο Rajmund Kolbe γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 1894 στην Zduńska Wola, στην κεντρική Πολωνία και βαφτίστηκε την ίδια μέρα στον Ενοριακό Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Οι γονείς του, Mariann Dabrowska και Juliusz Kolbe, ήταν ένθερμοι Χριστιανοί. Από τα πέντε παιδιά που απέκτησαν μόνο τρία από αυτά παρέμειναν στη ζωή. Λόγω των περιορισμένων οικονομικών πόρων, μόνο ο μεγαλύτερος γιος μπόρεσε να παρακολουθήσει το σχολείο, ενώ ο Rajmund προσπάθησε να μάθει κάτι μέσω ενός ιερέα και στη συνέχεια μέσω του φαρμακοποιού του χωριού.
Αισθάνθηκε τα πρώτα σημάδια του καλέσματος όταν, ενώ προσευχόταν στην Εκκλησία του Αγίου Ματθαίου, του εμφανίστηκε η Παναγία, προσφέροντάς του δύο στεφάνια από λουλούδια, ένα από κρίνα και ένα από κόκκινα τριαντάφυλλα, σύμβολα της παρθενίας και του μαρτυρίου.
Όχι πολύ μακριά, στο Λβιβ, εγκαταστάθηκαν οι Ελάσσονες Φραγκισκανοί, οι οποίοι πρότειναν στους γονείς Kolbe την ένταξη των δύο μεγαλύτερων παιδιών τους στο δευτεροβάθμιο σχολείο τους, ώστε να ολοκληρώσουν εκεί τις σπουδές τους. Εκείνοι, γνωρίζοντας ότι στη Ρωσική περιοχή όπου διέμεναν δεν μπορούσαν, λόγω του καθεστώτος που επικρατούσε, να παρέχουν έναν πνευματικό και χριστιανικό προσανατολισμό και εκπαίδευση στα παιδιά τους, συμφώνησαν.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1910, με την είσοδό του στο δοκίμιο, πήρε το όνομα Μαξιμιλιανός. Ένα χρόνο αργότερα, στις 5 Σεπτεμβρίου 1911, προέβη στους απλούς όρκους. Μετά το δοκίμιο στάλθηκε στη Ρώμη για να συνεχίσει εκπαίδευσή του. Το 1915 αποφοίτησε στη φιλοσοφία το Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο.
Στις 12 Οκτωβρίου 1917 ίδρυσε μαζί με άλλους έξι συντρόφους μια Αδελφότητα, την οποία έθεσε υπό την προστασία της Αμιάντου Συλλήψεως. Σκοπός της ήταν «η ανακαίνιση όλων εν Χριστώ μέσω της Υπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας».
Στις 28 Απριλίου 1918 χειροτονήθηκε Ιερέας και το 1919, πήρε το πτυχίο θεολογίας.
Πίσω στην Πολωνία, στην Κρακοβία, παρόλο που είχε αποφοιτήσει με άριστα, ήταν πρακτικά ανεκμετάλλευτος, τόσο στη διδασκαλία όσο και στο κήρυγμα και αυτό λόγω της εύθραυστης υγείας του, αφού δεν μπορούσε να μιλάει για πολύ. Για το λόγο αυτό, έχοντας λάβει τις άδειες των ανωτέρων και του Επισκόπου, αφοσιώθηκε εξ ολοκλήρου στην Αδελφότητα της Αμιάντου Συλλήψεως, στην οποία εντωμεταξύ είχαν ενταχθεί Μοναχοί, καθηγητές, φοιτητές, επαγγελματίες και αγρότες. Κυκλοφόρησε μάλιστα, το 1922, και περιοδικό το οποίο σταδιακά απέκτησε πολυάριθμους αναγνώστες.
Το 1930 τον συναντάμε στην Ιαπωνία όπου, στο Ναγκασάκι έχτισε, ένα νέο Μοναστήρι ενώ παράλληλα είχε ανοίξει και τυπογραφείο. Λόγω της κλονισμένης υγείας του θα επιστρέψει στην Πολωνία όπου θα εγκαινιάσει έναν ραδιοφωνικό σταθμό.
Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος αναγκάζει την Κοινότητα να χωριστεί. Πολλά μέλη της έφευγαν προς κάθε κατεύθυνση. Πίσω έμειναν μόνο 40 Μοναχοί που επιδόθηκαν στην υποδοχή και φροντίδα των λαβωμένων και πληττομένων από τον πόλεμο ανθρώπων. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1939 οι Γερμανοί μετέφεραν την ολιγομελή ομάδα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία από τα οποία όμως, αναπάντεχα ελευθερώθηκαν, στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Επιστρέφοντας στην Πολωνία συνέχισε τις δραστηριότητες του φροντίζοντας περίπου 3500 μετανάστες και 1500 Εβραίους.
Λίγους μήνες αργότερα ο Μαξιμιλιανός συνελήφθη μαζί με όλους τους μετανάστες και τους Εβραίους. Του προτάθηκε να λάβει την Γερμανική υπηκοότητα σε αντάλλαγμα της σωτηρίας του, όμως εκείνος αρνήθηκε. Έτσι στις 17 Φεβρουαρίου 1941 μαζί με τέσσερις ακόμα Μοναχούς οδηγείται στις φυλακές της Βαρσοβίας. Στις 28 Μαΐου οδηγείται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Auschwitz. Ο αριθμός μητρώου του ήταν 16670. Ακόμα και μέσα από τις άθλιες αυτές συνθήκες ο Μοναχός αποτέλεσε για τους συγκρατούμενους του ένα φωτεινό παράδειγμα και ένα ελπιδοφόρο στήριγμα τόσο που έλεγαν «πως ήταν έναν πρίγκιπας ανάμεσά μας».
Ο θάνατός του επήλθε στις 14 Αυγούστου 1941 καθώς κατά τη διάρκεια εργασιών στα χωράφια ένας συγκρατούμενος αποπειράθηκε να αποδράσει. Βάση του νόμου των στρατοπέδων δέκα φυλακισμένοι έπρεπε να οδηγηθούν στον τομέα 13, εκεί όπου θα πέθαιναν από έλλειψη φαγητού. Ο Μοναχός προσφέρθηκε να πάει στη θέση κάποιου άλλου. Μετά από δεκατέσσερις ημέρες ολοκληρωτικής στέρησης φαγητού, ο Μαξιμιλιανός μαζί με τέσσερις ακόμα συγκρατούμενους ήταν ζωντανός. Οι Ναζί για να επισπεύσουν το θάνατό τους τους χορήγησαν ενδοφλέβια ένεση φαινόλης.
Πεθαίνοντας ψέλλιζε το Ave Maria. Το πτώμα του, όπως και χιλιάδων άλλων θυμάτων της Ναζιστικής Γερμανίας, αποτεφρώθηκε στα κρεματόρια των στρατοπέδων της ντροπής.
Ο Μαξιμιλιανός ανακηρύσσεται Μακάριος στις 17 Οκτωβρίου 1971 και Άγιος της Καθολικής Εκκλησίας στις 10 Οκτωβρίου 1982.
πγπ