13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΛΟΥΚΙΑΣ ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΟΣ
Η Λουκία γεννήθηκε στις Συρακούσες προς το τέλος του 3ου αιώνα και ήταν γόνος ευγενούς οικογένειας χριστιανών. Από μικρή ηλικία θέλησε να αφιερωθεί στο Θεό δίνοντας μυστικά όρκο αγνότητας και παρθενίας. Σύμφωνα όμως με τη συνήθεια της εποχής εκείνης είχε είδη δοθεί ο λόγος για το χέρι της σε έναν υποψήφιο όμορφο νέο.
Μια μέρα η Λουκία πρότεινε στη μητέρα της Ευτυχία να πάνε στην πόλη της Κατάνης ώστε να προσκυνήσουν στον τάφο της Αγίας Αγάθης και να ζητήσουν τη θεραπεία της Ευτυχίας που ήταν άρρωστη από πολύ καιρό.
Έφτασαν εκεί στις 5 Φεβρουαρίου 301 και προσευχόμενες έντονα μέχρι δακρύων ικέτευαν για ένα θαύμα. Η Λουκία προέτρεψε τη μητέρα της να αγγίξει με πίστη τον τάφο της αγίας προστάτιδας της Κατάνης, δείχνοντας εμπιστοσύνη στην βέβαιη μεσιτεία της προς τον Κύριο. Και ιδού, η αγία Αγάθη εμφανίστηκε σε όραμα στη Λουκία και της έλεγε: «Αδελφή μου Λουκία, παρθένα που αφιερώθηκες στο Θεό, γιατί ζητάς από εμένα αυτό που εσύ η ίδια μπορείς να αποκτήσεις για τη μητέρα σου; Να, με τη δική σου πίστη, εκείνη έχει ήδη θεραπευθεί. Και όπως με μένα ευλογείται η πόλη της Κατάνης, έτσι με σένα θα τιμηθεί η πόλη των Συρακουσών». Αμέσως μετά το όραμα η Ευτυχία συνειδητοποίησε τη θαυματουργή θεραπεία της και εκεί η Λουκία αποφάσισε να αποκαλύψει στη μητέρα της την επιθυμία της να αφιερώσει και να προσφέρει όλη τη ζωή στο Θεό, απαρνούμενη έναν σύζυγο και μοιράζοντας όλα τα πλούτη της στους φτωχούς, για την αγάπη της προς το Χριστό.
Έτσι η Λουκία από πλούσια που ήταν έγινε φτωχή και για περίπου τρία χρόνια ασχολήθηκε δίχως διακοπή σε αγαθοεργίες κάθε είδους προς όφελος των ορφανών, των χήρων, των ασθενών και των λειτουργών της Εκκλησίας του Θεού.
Εκείνος όμως που ανέμενε να συνάψει γάμο μαζί της πήρε εκδίκηση για την απόρριψή του από τη Λουκία και γεμάτος από θυμό κατήγγειλε στο τοπικό ρωμαϊκό δικαστήριο ότι ήταν χριστιανή (τότε ήταν σε εξέλιξη ο διωγμός του Διοκλητιανού). H Λουκία συνελήφθη, με θάρρος και αποφασιστικότητα αρνήθηκε να θυσιάσει στους θεούς των ειδωλολατρών και δικάστηκε από τον δικαστή Πασκάσιο. Κατά τη διάρκεια της δίκης απαντούσε σε καθετί με αναφορές από την Αγία Γραφή. Για να τεκμηριώσει την αντίρρηση της συνειδήσεώς της στη θυσία στους θεούς η Λουκία αναφέρει την επιστολή του Ιακώβου: «Αγνή θυσία προς το Θεό είναι η βοήθεια προς τους φτωχούς, τα ορφανά και τις χήρες. Για τρία χρόνια έδωσα τα πάντα στον Θεό μου. Τώρα δεν έχω πια τίποτα και προσφέρω τον εαυτό μου».
Όσο διήρκησε η δίκη η Λουκία στάθηκε μπροστά στο δικαστή με περισσή ανδρεία και του είπε βασιζόμενη στο ευαγγέλιο του Ματθαίου: «Είμαι η δούλη του αιωνίου Θεού, ο οποίος είπε: όταν θα σας σύρουν στους δικαστές, μην ανησυχείτε για το τι θα πείτε, γιατί δεν θα μιλάτε εσείς, αλλά το Άγιο Πνεύμα θα μιλήσει για σας».
Έμεινε θαυματουργώς άθικτη από σκληρά βασανιστήρια, λέγεται μάλιστα ότι της έβγαλαν τα μάτια, προφήτευσε το επικείμενο τέλος των διωγμών του Διοκλητιανού και καιρό ειρήνης για την Εκκλησία. Πέθανε από κτύπημα από σπαθί στο λαιμό και ενταφιάστηκε στις κατακόμβες των Συρακουσών. Ήταν 13 Δεκεμβρίου 304. Έκτοτε η ευλάβεια προς την Αγία Λουκία απλώθηκε παντού και αποτελεί μια από τις πιο αγαπητές αγίες του χριστιανικού λαού.