Ο Άγιος Σπυρίδωνας καταγόταν από ταπεινή οικογένεια βοσκών και εξελέγη επίσκοπος σε μια περιοχή του βορειοανατολικού τμήματος της Κύπρου.
Κατά τον ιστορικό Σωκράτη θεωρήθηκε άξιος της επισκοπικής εκλογής λόγω της αγιότητας που επέδειξε κατά τη ζωή του σαν βοσκός ώστε να γίνει ποιμένας ανθρώπων στην πόλη Τριμυθούντα της Κύπρου. Η ταπεινότητα που τον χαρακτήριζε του επέτρεψε να συνεχίζει να ασχολείται με το κοπάδι των ζώων που είχε, κι ας ήταν επίσκοπος.
Ο Σπυρίδωνας ήταν πολύ αγαπητός. Ένας θρύλος λέει ότι μια μέρα συνέλαβε κάποιους κλέφτες που προσπάθησαν να του αποσπάσουν πρόβατα, προσευχήθηκε μαζί τους, τους άφησε ελεύθερους και τελικά τους έδωσε κι ένα κριάρι, για να μην πάει μάταιη όλη η νύχτα που παρέμειναν άγρυπνοι.
Λέγεται ότι έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Νίκαιας, αλλά το όνομά του δεν εμφανίζεται μεταξύ των υπογραφόντων. Όμως αυτό και μόνο το γεγονός δεν μπορεί να αποκλείει εκ των προτέρων τη συμμετοχή του. Επειδή έπρεπε να συζητηθούν αρκετά θέματα η Σύνοδος διήρκησε κάποιους μήνες και όχι όλοι οι επίσκοποι μπορούσαν να εγκαταλείψουν τις επισκοπές του για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Αθανάσιος αναφέρει τον Σπυρίδωνα μεταξύ των ιεραρχών που διατήρησαν την ορθή θέση τους.
Αντιμετώπισε τους διωγμούς του Γαλέριου και σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις ήταν τότε που έχασε το δεξί του μάτι και υποχρεώθηκε σε εξαναγκαστική εργασία.
Πέθανε στις 12 Δεκεμβρίου 350. Τριακόσια χρόνια μετά το θάνατό του, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν από την Κύπρο στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στην Κέρκυρα όπου υπάρχουν μέχρι σήμερα.
πγπ