1 Φεβρουαρίου Μνήμη της Αγίας Βεριδιάνης
Η Αγία Βερδιάνη ή Βεριδιάνη γεννήθηκε το 1182, την ίδια χρονιά που γεννήθηκε και ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, στο Καστέλφιορεντίνο της Ιταλίας. Ήταν τέκνο ευγενούς οικογενείας η οποία παρότι είχε χάσει τους τίτλους της διατηρούσε ακόμη το κύρος και το γόητρό της. Όταν ακόμα η οικογένεια είχε στην κατοχή της μεγάλη περιουσία ένας θείος της Βερδιάνης της πρότεινε να αναλάβει τη διαχείρισή της. Αφιερωμένη ως ήταν από τα παιδικά της χρόνια στην προσευχή, την πτωχεία και την αγαθοεργία εξέλαβε τη νέα της αρμοδιότητα σαν μια ευκαιρία για να εντείνει την άσκηση φιλανθρωπίας.
Κάποτε ο θείος της είχε προγραμματίσει την πώληση μιας ποσότητας αγαθών, η τιμή των οποίων είχε εκτοξευθεί εξαιτίας ενός σοβαρού λιμού. Αλλά όταν ο αγοραστής πήγε να πραγματοποιήσει την αγορά του, η αποθήκη ήταν άδεια καθώς η Βεριδιάνη είχε δωρίσει τα πάντα στους φτωχούς. Ο θείος της όπως ήταν αναμενόμενο αντέδρασε έντονα για να λάβει ως απάντηση πως έπρεπε να κάνει υπομονή περιμένοντας είκοσι τέσσερις ώρες. Την επόμενη μέρα, πράγματι, ο Θεός που ανταπόδωσε την φιλανθρωπία και την εμπιστοσύνη της νεαρής, έκανε η συγκομιδήνα βρεθεί άθικτη στις αποθήκες.
Έπειτα από ένα προσκυνηματικό ταξίδι στον τάφο του Αγίου Ιάκωβου στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα και επιστρέφοντας στο χωρίο της αισθάνθηκε την ζωηρή επιθυμία να απομονωθεί μονάζοντας. Οι χωριανοί επειδή ήθελαν η Βεριδιάνη να παραμείνει κοντά τους ανέλαβαν να της κτίσουν ένα κελί δίπλα στις όχθες του ποταμού. Εκεί παρέμεινε εσώκλειστη για 34 χρόνια. Από ένα μικρό παραθυράκι παρακολουθούσε τη Θεία Λειτουργία, συζητούσε με τους επισκέπτες και λάμβανε τα λιγοστά τρόφιμα που της δώριζαν. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε με τη βασανιστική παρουσία δύο φιδιών που είχαν βρει καταφύγιο μέσα στο κελί της.
Το 1221 την επισκέφτηκε ο Άγιος Φραγκίσκος ο οποίος την ενέταξε στο Τρίτο Φραγκισκανικό Τάγμα.
Λέγεται ότι ο ευσεβής θάνατός της, ο οποίος έλαβε χώρα την 1η Φεβρουαρίου 1242, αναγγέλθηκε από τον ξαφνικό και ταυτόχρονο ήχο των καμπανών του Castelfiorentino που παραδόξως αντί να κτυπούν από ανθρώπινο χέρι σήμαιναν από μόνες τους.