1η ΑΠΡΙΛΙΟΥ μνήμη του Αγίου Λουδοβίκου Παβόνι, πρεσβυτέρου

Ο Λουδοβίκος Παβόνι γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1784 στη Brescia της Ιταλίας και ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του Αλεσάντρο Παβόνι και της Λέλια Πονκαράλι. Δύο ημέρες μετά τη γέννησή του έλαβε το Μυστήριο του Βαπτίσματος στην Ενορία του Αγίου Λαυρεντίου. Του δόθηκε το όνομα Λουδοβίκος, Θωμάς, Μαρία Ιωσήφ.

Έμαθε τα πρώτα γράμματα σε ένα ιδιωτικό εκπαιδευτήριο στη γενέθλια πόλη του. Από τα λίγα που είναι γνωστά για την παιδική και εφηβική του ηλικία φαίνεται πως ήθελε να χαρίζει τα ρούχα του στους φτωχούς που κατέκλυζαν ολοένα και περισσότερο τους δρόμους της πόλης.

Ο Λουδοβίκος ήταν γόνος ευκατάστατης οικογένειας. Συχνά πήγαινε στην εξοχή όπου μαζί με άλλα παιδιά της αριστοκρατίας επιδιδόταν στην ιππασία και στο κυνήγι. Πολύ σύντομα όμως αντιλήφθηκε τις δραματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν οι συνομήλικοι του, τα παιδιά των φτωχών χωρικών και γεωργών. Άρχισε, λοιπόν, να τους μαθαίνει απλά πράγματα και να τους κάνει κατήχηση ενώ παράλληλα τους παρείχε οικονομική βοήθεια για να μπορέσουν να επιβιώσουν.

Αυτές οι συναντήσεις, σε μια περίοδο όπου το πολιτικό γίγνεσθαι είχε επηρεαστεί από τη Γαλλική Επανάσταση, τον ώθησαν να σκεφθεί την πιθανότητα να υπηρετήσει την Εκκλησία, που τότε ήταν στόχος βίαιων επιθέσεων, αλλά και τους φτωχούς του φίλους. Έτσι αποφάσισε να γίνει ιερέας. Υπό την καθοδήγηση του δομινικανού μοναχού πατρός Δομίνικου Φερράρι παρακολούθησε μαθήματα Φιλοσοφίας και Θεολογίας αφού το Ιεροσπουδαστήριο της πόλης είχε κλείσει από τον Οκτώβριο του 1797.

Την παραμονή της Αμιάντου Συλλήψεως της Θεοτόκου του 1803 πραγματοποιήθηκε η ρασοφορία του. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 21 Φεβρουαρίου 1807 χειροτονήθηκε ιερέας.

Η ανάγνωση ενός κειμένου ήταν καθοριστική για τη χάραξη της αποστολής που θα ακολουθούσε στην ιερατική του πορεία. Το κείμενο αφορούσε στους λόγους για τους οποίους οι νέοι ακολουθούσαν επικίνδυνα μονοπάτια που πολλές φορές τους οδηγούσαν σε μπελάδες και παρανομίες που τους στιγμάτιζαν για όλη την υπόλοιπη ζωής τους. Σύμφωνα με το συγγραφέα η μοναδική λύση του προβλήματος ήταν η ίδρυση σχολείων όπου τα παιδιά θα μπορούσαν να δέχονται δωρεάν μια υψηλού επιπέδου παιδεία ενώ παράλληλα θα μάθαιναν ένα επάγγελμα.

Ο Λουδοβίκος, λοιπόν, ξεκίνησε να εργάζεται μαζί με έναν άλλο ιερέα τον πατέρα Πιέτρο Γκουτζέττι που διατηρούσε ήδη από οχτώ χρόνια έναν οίκο φιλοξενίας άπορων νέων. Μετά το θάνατο της μητέρας του στις 11 Νοεμβρίου 1809 (ο πατέρας του είχε ήδη πεθάνει δύο χρόνια μετά τη ρασοφορία) αποφάσισε να ιδρύσει ο ίδιος ένα ορατόριο δίπλα στην Εκκλησία της Αγίας Ούρσουλας. Δεν περιορίστηκε όμως σε όσους νέους έρχονταν από μόνοι τους αλλά πήγαινε ο ίδιος να εντοπίσει όσους ήταν εγκαταλελειμμένοι, άποροι, άστεγοι, φτωχοί.

Ο Επίσκοπος Νάβα εκλέχθηκε να γίνει ποιμένας στην από πολύ καιρό χηρεύουσα επισκοπή της Brescia. Λόγω των πολιτικών συγκυριών, των συχνά εχθρικών απέναντι στην Εκκλησία, βρήκε μια επισκοπή κατεστραμμένη, όπου πολλά θρησκευτικά ιδρύματα και οργανισμοί είχαν αναστείλει τη λειτουργία τους. Ο ίδιος ακούγοντας για το μεγάλο έργο που επιτελεί ο Λουδοβίκος του ζήτησε να γίνει ο προσωπικός του γραμματέας χωρίς όμως να εγκαταλείψει την αποστολή που είχε ξεκινήσει με τους νέους. Έπρεπε, λοιπόν, να μοιράζεται το χρόνο του μεταξύ των ποιμαντικών επισκέψεων του επισκόπου, της προσευχής και της φροντίδας των παιδιών του ορατορίου.

Η δραστηριότητα του ορατορίου στο εκκλησάκι της Αγίας Ούρσουλας έπρεπε να σταματήσει καθώς ο δήμος είχε αποφασίσει να πουλήσει το κτήμα μέσα στο οποίο βρισκόταν ο ναός. Έτσι, ο Λουδοβίκος και τα παιδιά έπρεπε να βρουν άλλο τόπο για να στεγαστούν. Αρχικά ο επίσκοπος τους παραχώρησε την εκκλησία του Αγίου Ιάκωβου μαζί με βοηθητικούς χώρους, όμως πολύ σύντομα αποδείχτηκε μικρή για να καλύψει τις ανάγκες. Η λύση όμως βρέθηκε και σύντομα το ορατόριο βρήκε νέο σπίτι στο Ναό της Παναγίας και στο παρακείμενο σπίτι όπου μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες των περισσότερων από 200 παιδιά που σύχναζαν στο ορατόριο.

Το 1817 πέθανε ο πατέρας Πιέτρο Γκουτζέττι αφήνοντας τα ορατόρια που είχε ιδρύσει στο έλεος του Θεού. Τότε ο επίσκοπος ανέθεσε τη φροντίδα τους στον πατέρα Λουδοβίκο και προκειμένου να έχει μια οικονομική στήριξη τον ονόμασε επίσης Κανονικό του Καθεδρικού Ναού.

Ο πατέρας Λουδοβίκος σύντομα ανακάλυψε πως τα παιδιά που είχαν πλέον ενηλικιωθεί ξεχνούσαν τις αρχές που είχαν διδαχθεί στα εκπαιδευτήρια. Έτσι σκέφτηκε να ιδρύσει ένα ινστιτούτο ή κολλέγιο τεχνών, όπου κυρίως τα ορφανά που δεν είχαν κανένα στη ζωή θα μπορούσαν να διαμένουν δωρεάν μαθαίνοντας κάποια τέχνη. Το Ινστιτούτο της αγίας Βαρβάρας εγκαινιάστηκε το 1821 και τρία χρόνια αργότερα, το 1824 ξεκίνησε τη λειτουργία του η πρώτη ιταλική σχολή τυπογραφίας.

Το καλοκαίρι του 1836 μια φοβερή επιδημία έκανε το Λουδοβίκο να επεκτείνει τη δράση του προς τα ορφανά βρέφη αλλά και τους κωφάλαλους. Τον απασχολούσε όμως σοβαρά η συνέχιση της αποστολής του. Θεώρησε, λοιπόν, σωστό να μεριμνήσει ώστε να υπάρξουν διάδοχοι και συνεχιστές του μεγάλου έργου που ο ίδιος είχε θεμελιώσει. Ξεκίνησε να εκπαιδεύει τους πιο στενούς τους συνεργάτες και στις 8 Δεκεμβρίου 1847 ίδρυσε την μοναχική κοινότητα των Τέκνων της Θεοτόκου. Το πρώτο κύτταρο της νέας μοναχικής κοινότητας αποτελείτο από δύο ιερείς, δύο ιεροσπουδαστές και τρεις λαϊκούς.

Ο πατέρας Λουδοβίκος αποδήμησε την 1η Απριλίου 1849, ανήμερα της Κυριακής των Βαΐων.

πγπ

κοινοποίηση άρθρου:

Περισσότερα

Διαβάστε ακόμη

Ινδία: Παγκόσμια Ημέρα Μετανάστη και Πρόσφυγα

ΙΝΔΙΑ: ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΑ (29/9/24) ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ 450 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ   Η Καθολική Εκκλησία, από το 1914, έχει καθιερώσει την Παγκόσμια Ημέρα