ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ Η Α-ΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
Στην έννοια της κοινωνίας αντιστοιχεί, λοιπόν, και ο αφορισμός, που δεν είναι ακόμη ή τουλάχιστο αποκλειστικά, εκδικητική ή θεραπευτική ποινή (forma vindicativa medicinalis) του μεταγενέστερου εκκλησιαστικού δικαίου, αλλά απλά η διακοπή κοινωνίας και σχέσεων. Ο αφορισμός μπορεί να επισυμβεί μεταξύ του επισκόπου και ορισμένων μελών της Εκκλησίας του, κληρικών ή λαϊκών, καθώς και μεταξύ ενός επισκόπου και ενός άλλου επισκόπου, π.χ. λόγω υποψίας αιρέσεως, αλλά και μεταξύ ενός λαϊκού ή της χριστιανικής κοινότητας και του επισκόπου της, υπό την έννοια ότι ο πιστός λαός, σε κάποιες περιστάσεις, μπορεί να κόψει τις σχέσεις με τον πνευματικό του ηγέτη. Σύμφωνα με τον Άγιο Κυπριανό (210 – 258), ο πιστός λαός έχει το καθήκον να διακόψει την κοινωνία με έναν επίσκοπο του οποίου η πίστη έχει αλλοιωθεί (Βλ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ, Ep.67, 3). Την ημέρα των Χριστουγέννων, ο αυτοκράτορας Αρκάδιος αρνήθηκε να «επικοινωνήσει» με τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, μέχρις ότου ο τελευταίος δεν αθωωνόταν από τις κατηγορίες που τον βάραιναν (Βλ. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ο ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία., VI, 18).
Σε αυτήν τη διακοπή σχέσεων, η αναφορά στην Ευχαριστία έχει, εννοείται, τον κύριο και ουσιαστικό ρόλο. Ο αφορισμένος αμαρτωλός, είναι πριν απ’ όλα αποκλεισμένος από την ευχαριστιακή κοινωνία. Από την άλλη, η επανένταξη στην εκκλησιαστική κοινότητα, θα πραγματοποιηθεί με την αποδοχή στην Ευχαριστία. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει να γίνεται σταδιακά αυτή η διακοπή των δεσμών. Π.χ. ο αποκλεισμός από την Ευχαριστία δεν επιφέρει αναγκαστικά τον αποκλεισμό από τις συγκεντρώσεις των πιστών για άλλες προσευχές. Από τον 3ο αιώνα, η πρακτική εκκλησιαστικών ποινών της Ανατολής αποδέχεται μια πολλαπλότητα βαθμών στις ποινές: ο ένοχος που μετανοεί προσέρχεται σταδιακά στην Αγία Τράπεζα.
ΠΩΣ ΚΟΙΝΩΝΟΥΣΑΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ ΟΙ ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ
Πώς να αναγνωρίσουμε ότι ένας μεμονωμένος επίσκοπος είναι σε κοινωνία με την Εκκλησία; Το κριτήριο μπορεί να βρίσκεται είτε στους δεσμούς του με τη σύνοδο των επισκόπων, είτε στις σχέσεις του με τις αρχαιότερες Εκκλησίες.
Στον κατάλογο των Εκκλησιών, η Ρώμη διατηρεί την πρώτη θέση. Μια Εκκλησία που είναι σε κοινωνία με τη Ρώμη, βρίσκεται, από το ίδιο αυτό γεγονός, σε κοινωνία με όλη την Εκκλησία. Η ιδέα ότι η Ρώμη είναι η κεφαλή της κοινωνίας είναι παλαιά. Τη βρίσκουμε σε μια χαρακτηριστική έκφραση επιστολής γραμμένης από τον Άγιο Αμβρόσιο το 381, προκειμένου να προσκαλέσει τους αυτοκράτορες Γρατσιανό και Βαλεντινιανό να «επαγρυπνούν ώστε η Εκκλησία της Ρώμης, κεφαλή όλου του Ρωμαϊκού κόσμου, να μην καταστραφεί, διότι από αυτήν προεκτείνονται πάνω σε όλες τις άλλες Εκκλησίες τα δικαιώματα κοινωνίας που οφείλουμε να σεβόμαστε» (ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ, Epist., 11, 4, 946).
Ο όρος «κοινωνία» δεν σημαίνει, λοιπόν, μόνο ταύτιση στην πίστη. Ο αποκλεισμένος αμαρτωλός από την κοινωνία των αδελφών μπορεί κάλλιστα να συμμερίζεται την ίδια πίστη. Αυτή η διαπίστωση ισχύει επίσης για όλη τη κοινότητα. Οι Νοβατιανοί (αιρετικοί Γ’ αιώνα) είχαν το ίδιο πιστεύω με τους καθολικούς. Παρ’ όλα αυτά, αυτοί αφορίστηκαν. Στο πρώτο επίπεδο της έννοιας της κοινωνίας ανακαλύπτουμε το μυστηριακό στοιχείο. Ο αφορισμός αποκλείει από τη συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία. Οι επιστολές κοινωνίας έχουν ως κύριο αντικείμενο να επιτρέψουν, στους χριστιανούς που ταξιδεύουν εκτός της χώρας τους, να προσέλθουν στην Αγία Ευχαριστία.
Εξάλλου, η κανονική λειτουργία κοινωνίας υποθέτει την παρέμβαση ενός παράγοντα εξουσίας. Αυτός που ασκεί στην κοινότητα το λειτούργημα του αρχηγού εκδίδει τις επιστολές κοινωνίας, κάνει δεκτούς στην Ευχαριστία ή τους αποκλείει. Με την παρέμβαση των επισκόπων καθορίζονται και διατηρούνται οι δεσμοί μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών. Στο κέντρο και στην κορυφή αυτής της κοινωνίας μεταξύ των επισκόπων φανερώνεται η προνομιακή θέση της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, της κυριότερης Εκκλησίας (Ecclesia principalis), σύμφωνα με την έκφραση του αγίου Κυπριανού (ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ, Epist., 59, 14. [ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ, Haer., III, 3, 2]).
Η κοινωνία εκφράζεται έτσι, πλήρως με όρους πίστης, μυστηριακής ζωής και με όρους θεσμικών και νομικών δομών υπό διαμόρφωση. Αλλά η πρωτοχριστιανική Εκκλησία δεν ανέπτυξε τη θεωρία της κοινωνίας. Η ιστορία παρουσίασε σ’ εμάς την εκκλησιακή κοινωνία, πριν απ’ όλα, ως μια πραγματικότητα βιωμένη, μέρα με την ημέρα, μέσα στις σταθερές συναλλαγές μιας παγκόσμιας και οργανωμένης αδελφότητας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Ο όρος «κοινωνία» μπορεί να εφαρμοστεί στη συνολική πραγματικότητα της Εκκλησίας, αλλά υπό τον μοναδικό όρο να μη χαθεί κανένα από τα συστατικά που αποκτήθηκαν στην πορεία της μακράς ιστορίας.
- Καταρχάς, αυτός ο όρος δείχνει έναν τρόπο να ζεις και να συμπεριφέρεσαι μέσα στην Εκκλησία. Η εξέλιξη κατευθύνεται προοδευτικά από το εσωτερικό προς θεσμικές δομές, αρχίζοντας και από τις ανάγκες να υπάρχει και μια οργανωμένη κοινότητα. Αλλά δεν θα ήταν σωστό να στρέφουμε τη προσοχή μας μόνο στο σημείο άφιξης αυτής της διαδικασίας, δηλαδή στην εξώτερη μορφή της Εκκλησίας.
- Στην πορεία των αιώνων, η λέξη «κοινωνία» έχει ένα νόημα καθαρά διαπροσωπικό. Στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία η κοινωνία δείχνει τις σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών και μεταξύ των ίδιων των χριστιανών. Η κοινωνία είναι ένα σύνολο συνδέσεων, το αποτέλεσμα πολλαπλών αμοιβαίων σχέσεων.
- Στην εφαρμογή της στην Εκκλησία, η «κοινωνία» εγγράφεται σε μια διπλή προοπτική, αυτή που είναι προσανατολισμένη προς τον Θεό και η άλλη που είναι προσανατολισμένη προς τους δεσμούς που ενώνουν τους ανθρώπους μεταξύ τους. Η κατάσταση των χριστιανών, οι σχέσεις μεταξύ τους, είναι το αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής εξάρτησής τους από τον Χριστό. Η κατάσταση αυτή εξαρτάται επίσης από τη σχέση αυτών, οι οποίοι, μέσα στην Εκκλησία, έχουν το καθήκον να μεταδίδουν στους χριστιανούς τον Χριστό μέσω του Λόγου και των ιερών μυστηρίων. Δηλαδή η σχέση των πιστών με τους ποιμένες.
- Η κοινωνία καθορίζεται σε διάφορα επίπεδα:
– Προχωρώντας από τα εξωτερικά δεδομένα
– φθάνουμε στα βαθύτερα συστατικά που είναι η κοινωνική χριστιανική ζωή, η μυστηριακή ζωή που εκφράζεται σε μια ζωή γεμάτη αγάπη.
- Η εξωτερική κοινωνία δεν είναι επίπεδη, οριζόντια, αλλά ιεραρχική. Η κανονική ανάπτυξή της απαιτεί την παρέμβαση ενός παράγοντα εξουσίας. Με πρωτοβουλία του επισκόπου καθορίζονται οι σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών, στο δε κέντρο αυτών των σχέσεων επιβάλλεται μία ρυθμιστική αρχή κοινωνίας. Η Εκκλησία της Ρώμης κατέχει ήδη από τους πρώτους αιώνες, μια προνομιακή θέση στο εσωτερικό της παγκόσμιας Εκκλησίας. Αυτή η θέση προσδιορίστηκε σταδιακά, καθώς μαρτυρεί όλη η ιστορία της Εκκλησίας.
Το καθοριστικό, ωστόσο, το ουσιαστικό στοιχείο της «κοινότητας – κοινωνίας» είναι η αγάπη.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η χριστιανική αγάπη έχει ως χαρακτηριστικά τις ίδιες τις ιδιότητες της θεϊκής αγάπης, δηλαδή την καθολικότητα (δεν εξαιρεί κανένα ούτε και τους εχθρούς), το απόλυτα ανιδιοτελές δόσιμο στους άλλους. Μόνο τέτοιου είδους αγάπη μπορεί να αυξήσει τις διαπροσωπικές σχέσεις, δημιουργώντας συνεχώς την κοινότητα-κοινωνία.
+ Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος