ΚΥΚΛΟΣ Β
Λίγο πριν ακούσαμε από το Λόγο του Κυρίου, ότι μερικοί Έλληνες που βρισκόντουσαν στη Ιερουσαλήμ για την εορτή του Πάσχα πλησίασαν τον Απόστολο Φίλιππο και του είπαν: «Θέλουμε να δούμε τον Ιησού». Η ιδιαιτερότητα αυτού του αιτήματος έγκειται όχι μόνο στο βαθύ νόημά του – στην επιθυμία, δηλαδή που εκφράζει μια ομάδα Ελλήνων να δουν τον Ιησού, να τον συλλογιστούν και να μπουν βαθιά στο μυστήριο του – αλλά επίσης και πάνω απ’ όλα στο γεγονός ότι αυτό το αίτημα απευθύνεται από Έλληνες, από ένα λαό δηλαδή «Εθνικών» (δηλαδή ειδωλολατρών). Εκείνων που ήταν ξένοι στην Αποκάλυψη, ξένοι προς τον εκλεκτό λαό του Θεού.
Αυτοί οι άνθρωποι, ασχολούμενοι με τον ελληνικό πολιτισμό και τη φιλοσοφία – και δεσμευμένοι κατά κάποιο τρόπο απ’ αυτήν – δεν είχαν καμία εμπειρία από το Θεό του Ισραήλ και την Αποκάλυψή του.
Δεν ανήκαν στον εκλεκτό λαό του Θεού, που ήταν μάρτυρας των αναρίθμητων θαυμάτων και αποκαλύψεων του.
Είναι όμως αυτοί που κινούνται τώρα προς το κέντρο του μυστηρίου του Ιησού και με το αίτημά τους περιμένουν να πληροφορηθούν: ποιος ακριβώς είναι αυτός ο νέος Προφήτης. Θέλουν να μάθουν την αλήθεια από «πρώτο χέρι». Και είναι ο ίδιος ο Ιησούς που απαντά με ευθύτητα αποκαλύπτοντας την αληθινή δόξα του, η οποία όμως θα είναι ο καρπός του θανάτου και της αναστάσεώς του. «Όταν υψωθώ από τη γη, θα ελκύσω όλους σε μένα» (Ιω. 12:32).
Ο Ιησούς, στην ερώτηση των Ελλήνων, απαντά αγγίζοντας ευθέως την επιθυμία τους να τον γνωρίσουν και μάλιστα στην κατάλληλη στιγμή που “Ήρθε η ώρα να δοξασθεί ο Υιός του ανθρώπου …”.
Δεν περιορίζεται όμως σ’ αυτήν την γενική απάντηση αλλά και τους εξηγεί τον τρόπο που θα δοξαστεί: Ένα τρόπο περίεργο και παράδοξο αφού θα είναι το Πάθος του, ο Θάνατός του και η Ανάστασή του. Αυτό το εξηγεί με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: «Εάν ο κόκκος του σιταριού που πέφτει στη γη δεν πεθάνει, παραμένει μόνος. Αν αντίθετα πεθάνει τότε παράγει πολύ καρπό». Αυτό το παράδειγμα του σπόρου, συμβολίζει την απέραντη απλότητα του Θεού, και βοηθά όλους να καταλάβουν, ότι ο Ιησούς δείχνει το Πρόσωπο ενός Θεού, που τόσο μας αγαπά, αφού προσφέρει τη ζωή του για μας.
Είναι εκείνος που είπε: «Κανένας δεν αγαπά περισσότερο από εκείνον που δίνει τη ζωή του για τους φίλους του», «εγώ σας ονόμασα φίλους».
Ο Ιησούς όταν ήρθε στη γη, άφησε τον εαυτό του να τον ταπεινώσουμε «μέχρι θανάτου και μάλιστα θανάτου σταυρικού». Και όχι μόνο αυτό αλλά και η αιώνια ζωή – που ήταν μέσα του – μετέτρεψε το Σώμα του σε ένα νέο δέντρο: το καρποφόρο δέντρο της Ευχαριστίας, μέσω του οποίου τρέφει τον άνθρωπο με το σώμα του και του σβήνει τη δίψα, με το πολύτιμο αίμα του μέχρι το τέλος των αιώνων.
Μας δίνει τη δυνατότητα να γίνουμε κι εμείς κόκκος του σιταριού μέσω του οποίου μπορούμε να αποκτήσουμε την αγιότητα.
Για να φθάσουμε όμως σ’ αυτήν την αγιότητα, οφείλουμε να περάσουμε από «το θάνατο του εγώ» «στην ανάσταση του εμείς», από το θάνατο του μίσους στην ανάσταση της αγάπης.
Το σημερινό Ευαγγέλιο τελειώνει με το άκουσμα μιας φωνής από τον ουρανό που έλεγε: “Τον δόξασα και θα πάλι θα τον δοξάσω”. Το πλήθος προσπαθεί να εξηγήσει αυτή τη «φωνή» με τις δικές του θρησκευτικές αντιλήψεις: είναι μια βροντή λένε, είναι η φωνή του Θεού σκέπτονται, είναι η φωνή ενός αγγέλου παρατηρούν. Ο Ιησούς ερμηνεύει το γεγονός λέγοντας: “τώρα είναι η κρίση αυτού του κόσμου”. Με την πτώση του Διαβόλου ανυψώνεται ο Σταυρός που είναι η δόξα του Ιησού.
Η δόξα του Κυρίου αρχίζει με την ταπείνωση της καταδίκης του. Αποκορυφώνεται με το σταυρικό θάνατο Του και ολοκληρώνεται με την ανάστασή Του.
Κι εμείς στη ζωή μας συχνά λέμε: «Θέλουμε να δούμε τον Ιησού». Εμείς όμως τον γνωρίζουμε και τον ακολουθούμε και σε λίγο θα τον δούμε κάτω από τα είδη του άρτου και του οίνου και με πίστη θα αναφωνήσουμε: «Σωτήρα του κόσμου, σώσε μας, εσύ που μας λύτρωσες με το Σταυρό σου και την Ανάστασή σου». Αμήν.