30η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ, ΚΥΚΛΟΣ Β
Ο Θεός ήλθε να διδάξει στους ανθρώπους να είναι στην υπηρεσία ο ένας του άλλου. Εκείνος, ο Διδάσκαλος, έγινε δούλος για να μάθουμε να θέτουμε τα χαρίσματά μας στη διάθεση των αδελφών μας.
Ο Ευαγγελιστής Μάρκος τις τελευταίες αυτές εβδομάδες μας παρουσίασε μία πολύ ωραία κατήχηση για το θεσμό της Εκκλησίας.
Ο κόσμος, ο κόσμος μας, κουρασμένος από τους δασκάλους του, έχει ανάγκη από μάρτυρες. Αηδιασμένος από τα λόγια και τις εικόνες, έχει ανάγκη από αυθεντικά έργα αγάπης.
Αυτές τις τελευταίες εβδομάδες κατά τις οποίες μελετήσαμε τι ζητά ο Ιησούς από τις κοινότητες των μαθητών του, αντιληφθήκαμε την αδυναμία μας, τη μεγάλη διαφορά μεταξύ της επιθυμίας και της πραγματικότητας, μεταξύ των πολλών καθυστερήσεων και ασυνεπειών που εδρεύουν μέσα στην καρδιά μας και του μεγάλου σχεδίου του Θεού για την Εκκλησία. Και όμως από εμάς ο Κύριος ζητά να γίνουμε μάρτυρες, να γίνουμε το «σημείο», να αποδείξουμε με τη ζωή μας, ότι το φως τελικά μπορεί να μπει σε κάθε καρδιά.
Ο Χριστιανός είναι ένας τυφλός, ένας ζητιάνος, όπως όλοι. Όπως όλοι κι’ εκείνος στέκει στην άκρη του δρόμου της ζωής, τείνει απελπισμένα τα χέρια του για να ζητήσει κάτι για να μπορέσει να ζήσει: ζητά την προσοχή, την αγάπη, την αποδοχή. Συχνά όμως ο κόσμος τον καλεί να σωπάσει, να μην ενοχλεί, να ξεχάσει αυτό που ζητά και να παραδοθεί στην κατάσταση που βρίσκεται. Μας λένε πως και ο Θεός είναι ενοχλημένος από τα συνεχή παράπονά μας. Εάν επιμένουμε, αν φωνάζουμε πιο δυνατά, σε κάποια στιγμή θα ακούσομε ότι ο Ιησούς, ο Ναζωραίος, ο Υιός του Δαβίδ, μας καλεί και μας ενθαρρύνει. Κάποιος, ένας μαθητής, ένας φίλος, ένα γεγονός μπορεί να είναι η αιτία για να ακούσομε αυτό που απευθύνεται τώρα σε μας : “Κουράγιο , σήκω , σε φωνάζει”.
Τότε παίρνουμε θάρρος, σηκωνόμαστε από την παράλυσή μας, αφήνουμε τους υπερβολικούς φόβους μας, πετάμε το επανωφόρι, τους αναστεναγμούς μας και πλησιάζουμε τον Κύριο. Ο Κύριος τώρα και πάντοτε μας ρωτά τι θέλουμε από εκείνον. Μπορούμε να ζητήσουμε χίλια δυο πράγματα: την τύχη, το χρήμα, την αγάπη, την καριέρα. Ας του ζητήσουμε μόνο ένα πράγμα: το φως:
Τι σημασία έχει να έχουμε τύχη, αν δεν ξέρουμε να αναγνωρίσουμε αυτόν που μας την δίνει; Πόσο χρήμα χρειάζεται για να ικανοποιήσει την ανικανοποίητη καρδιά μας από τόσες επιθυμίες; Πόσες φορές η αγάπη γίνεται καταπίεση και πόνος; Τι μας ενδιαφέρει να γίνουμε κάποιος, αν παραμένουμε σκοτάδι για τους άλλους; Μόνο ο Κύριος μπορεί να μας ξαναδώσει το φως στα μάτια και στην καρδιά. Και μόνο φωτισμένοι μπορούμε να γίνουμε αληθινοί μαθητές του Χριστού.
Ο Βαρτυμαίος δεν άλλαξε, παρέμεινε ο ίδιος, όμως τώρα μας βλέπει, τώρα ξέρει που να πάει, τώρα μπορεί να ακολουθήσει το Χριστό.
Ο χριστιανός ζει τις δυσκολίες και τα προβλήματα όπως όλοι οι άλλοι , δεν είναι διαφορετικός, ούτε καλύτερος από τους άλλους, μόνο βλέπει τα πάντα στο φως του ευαγγελίου. Τώρα τίποτε δεν τον φοβίζει, το σκοτάδι είναι υποφερτό, ο Κύριος μας αλλάζει τη ζωή. Αυτό λοιπόν οφείλουμε να αναγγείλουμε ως χριστιανοί: υπάρχει κάποιος που μας ξαναδίνει το φως, που μας επιτρέπει να βλέπουμε καθαρά και αυτός ο κάποιος είναι ο Θεός.
Οι μαθητές του Χριστού στα πρώτα χρόνια ονομαζόντουσαν με διάφορα ονόματα «Ναζωραίοι», «αυτοί που ακολουθούν την πορεία» και επίσης «φωτισμένοι».
Εμείς δεν φέρνουμε το δικό μας φως, απλώς πρέπει να μένουμε φωτισμένοι αναμμένοι, να σφίξουμε σφιχτά το ευαγγέλιο και τον Διδάσκαλό μας Χριστό για να λάβουμε από εκείνον φως και ειρήνη.
Μέσα στα πολλά σκοτάδια του πόνου γινόμαστε ικανοί να μεταδώσουμε το φως, όχι βέβαια το δικός μας αλλά εκείνο του Χριστού, που είναι το φως του κόσμου. Ο χριστιανός οφείλει, όπως ο Βαρτυμαίος, που διαλαλεί πως ο Ιησούς, ο Υιός του Δαβίδ τον θεράπευσε, αγνοώντας τις επιπλήξεις όσων βρίσκονται γύρω του και προσπαθούν να τον κάνουν να σωπάσει. Ο χριστιανός διηγείται, διαλαλεί τα έργα της εσωτερικής θεραπείας που έλαβε, προσέχοντας περισσότερο να μαρτυρήσει την εξαιρετική γενναιοδωρία του Ιησού παρά να σταθεί στη δική του προσωπική φτώχεια. Τώρα ο χριστιανός πρέπει να προσέχει τις χιλιάδες τυφλών, τις χιλιάδες ζητιάνων της χριστιανικής αγάπης και της αληθινής ευτυχίας που συναντά στο δρόμο.
Η εποχή μας δεν είναι διαφορετική από εκείνη του Ιησού. Όπως Εκείνος έτσι κι εμείς λυπούμαστε το πλήθος που περιπλανιέται σαν πρόβατα χωρίς βοσκό.
Μέσα στη φτώχεια μας, στις αδυναμίες μας, είμαστε λαός των συμφιλιωμένων και λυτρωμένων και όχι υπάλληλοι του ιερού, γι’ αυτό οφείλουμε να διηγούμαστε τη συνάντηση με τον Ιησού που σημάδεψε τη ζωή μας. Μόνο έτσι ο Κύριος θα φθάσει να θερμάνει τις καρδιές και άλλων.
Δεν πρέπει να περιοριζόμαστε στο κήρυγμα μέσα στους Ναούς. Πρέπει να βγούμε έξω, στους δρόμους, στο χώρο της εργασίας, της διασκέδασης, στα σχολεία, στα εργοστάσια, στις απομακρυσμένες γειτονιές, εκεί όπου ο λαός ζει, υποφέρει, εργάζεται, συζητά, αγαπά, εκεί χρειάζεται ένας χριστιανός που θα φωτίσει με την παρουσία του. Εκεί με τον λόγο του θα ανατρέψει την λανθασμένη ιδέα ενός βαρετού και φορτικού Θεού, που δυστυχώς ακόμα κατοικεί στις καρδιές πολλών χριστιανών, για να αφήσει τη θέση του σε μια ελκυστική εικόνα του Θεού του Ιησού Χριστού, πλούσιου δε τρυφερότητα, συγνώμη και αγάπη.
Όλη η Εκκλησία του Χριστού μπορεί και πρέπει να αποκαταστήσει την ουσία του περιεχομένου της καλής αγγελίας, ενθαρρύνοντας τον σημερινό άνθρωπο, ζητιάνο της αγάπης, της αξιοπρέπειας και της ευτυχίας, λέγοντάς του: «Κουράγιο, σήκω ο Κύριος σε καλεί!».
+Ν