15η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ, ΚΥΚΛΟΣ Γ
Οι εβδομήντα δύο μαθητές επέστρεψαν από το κήρυγμα τους γεμάτοι χαρά και ενθουσιασμό. Ο Ιησούς χαίρεται μαζί τους και τους λέει: «Μακάρια τα μάτια που βλέπουν αυτό που βλέπετε».
Σε αυτό το διάλογο μεταξύ του Ιησού και των μαθητών του, παρεμβαίνει τότε ένας δάσκαλος του Νόμου και ρωτά. «Διδάσκαλε, τί πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;». Θα μπορούσαμε να το πούμε και ως εξής: «Τι πρέπει να κάνω για να είμαι ευτυχισμένος;».
Σίγουρα, ένας από τους τρόπους με τους οποίους προσεγγίζεται η πίστη είναι η γνώση του Νόμου. Και αυτός ο δάσκαλος του νόμου το γνωρίζει πολύ καλά και ξέρει ακριβώς τι πρέπει να κάνει και τι όχι. Τι είναι σωστό και τι λάθος. Την ερώτηση την κάνει στον Ιησού, απλά και μόνο για να τον πειράξει. Τελικά τον αποκαλεί «διδάσκαλο», σαν να τον κοροϊδεύει, γιατί του ζήτησε κάτι που ήξερε πολύ καλά ότι το γνωρίζει. Του κάνει την ερώτηση που όμως και εμείς κάνουμε συχνά: «Τι πρέπει να κάνω για να πάω στον Παράδεισο; Ή πώς πρέπει να συμπεριφέρομαι για να είμαι καλός χριστιανός;».
Σύμφωνα με το ραβινικό τρόπο, ο Ιησούς απαντά στην ερώτηση που του γίνεται με μια δική του ερώτηση και έτσι και εκείνος προκαλεί το δάσκαλο του Νόμου. Ο Ιησούς φαίνεται να του λέει: «Γιατί μου κάνεις μια ερώτηση αφού ξέρεις ήδη την απάντηση;». Ο δάσκαλος του Νόμου έχει δείξει ότι ξέρει το Νόμο, αυτό όμως δε σημαίνει και ότι τον τηρεί. Η απάντηση του Ιησού είναι απλή: “Αγάπα! Αγάπα τον εαυτό σου, τους ανθρώπους γύρω σου και τον Θεό”. Το μόνο πράγμα που μας κάνει χαρούμενους και ευτυχισμένους είναι να μάθουμε να αγαπάμε σωστά τον πλησίον μας.
Ο δάσκαλος του Νόμου προσπαθεί να σταθεί ξανά στα πόδια του κάνοντας στον Ιησού μια άλλη ερώτηση: “Ποιος είναι ο πλησίον μου;” δηλαδή «ποιον να αγαπώ;». Μια ύπουλη ερώτηση γιατί για έναν Εβραίο που γι’ αυτόν «ο πλησίον» ήταν ένας άλλος Εβραίος. Ένας καλός Εβραίος ήταν υποχρεωμένος να αγαπήσει μόνο τους άλλους Εβραίους. Όμως αυτό είναι λάθος και ο Ιησούς το διορθώνει με μία όμορφη, απλή και κατανοητή παραβολή:
Κάποιος άνθρωπος κατεβαίνει από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ. Είναι ένας δρόμος πολύ γνωστός για την επικινδυνότητά του. Ο άνθρωπος αυτός πέφτει θύμα ληστών που του αφαιρούν τα πάντα, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο στην άκρη του δρόμου.
«Κατά τύχη», περνούν τρεις άνθρωποι. Οι δύο πρώτοι είναι ένας ιερέας και ένας βοηθός του. Και οι δύο ιερέας και ο δεύτερος ένας βοηθός του Ναού. Βλέπουν και οι δύο το μισοπεθαμένο και αλλάζουν δρόμο. Περνάνε από την άλλη πλευρά του δρόμου.
Ως άνθρωποι των θυσιών του Ναού δεν πρέπει να μολυνθούν από ανθρώπινο αίμα. Οι δύο εκπρόσωποι της επίσημης θρησκείας είναι τόσο ταυτισμένοι στο ρόλο τους που είχαν χάσει την επαφή με τον εαυτό τους, με τα συναισθήματά τους: ο ρόλος της εργασίας τους, τους είχε σκοτώσει την ψυχή.
Στην παραβολή του Ιησού μπαίνει ως βασικό πρόσωπο και ένας Σαμαρείτης, δηλαδή αιρετικός, αμαρτωλός, μισητός από τους Εβραίους.
Ο Σαμαρείτης επιλέγει να ακολουθήσει την καρδιά του και όχι το ένστικτο του, επιλέγει να λερώσει τα χέρια του με το αίμα του ξένου, νομίζοντας ίσως, απλά, ότι θα μπορούσε να ήταν και ο ίδιος κάποτε στη θέση του πληγωμένου. Δεν τον ενδιαφέρει η ταυτότητα του θύματος, τον πλησιάζει, τον φροντίζει και τον συνοδεύει στο πανδοχείο. Μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο ο ευαγγελιστής Λουκάς περιγράφει τη φροντίδα και την προσοχή του Σαμαρείτη. Χρησιμοποιεί δέκα ρήματα που θα μπορούσαν να είναι ένας νέος δεκάλογος: τον είδε, τον σπλαχνίστηκε, τον πλησίασε, του άλειψε με λάδι τις πληγές, του έδεσε τα τραύματα, τον ανέβασε στο δικό του ζώο, τον οδήγησε στο πανδοχείο, και φρόντισε γι’ αυτόν, πλήρωσε τα έξοδα στον πανδοχέα.
Η ευσπλαχνία είναι το συναίσθημα εκείνο που σε αγγίζει, που σε ταρακουνά, διότι σε κάνει να ανακαλύπτεις ότι ο άλλος είναι απλά σαν εσένα.
Και ο Ιησούς καταλήγει: «Ποιο από αυτά τα τρία πρόσωπα αποδείχτηκε ο πλησίον εκείνου που έπεσε στους ληστές;
Ο δάσκαλος του νόμου απαντά: «Αυτός που τον σπλαχνίστηκε».
Και ο Ιησούς τότε και σήμερα σε μας: «Πήγανε, πηγαίνετε και κάνετε και εσείς το ίδιο».
Μακάρι ο Κύριος, με το σημερινό του λόγο να μας άνοιξε τα μάτια, για να βλέπουμε στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου τον πλησίον μας και να μην αλλάζουμε δρόμο αλλά με τη δική μας συμπεριφορά να προσφέρουμε έστω μία σταγόνα αγάπης που με τις σταγόνες αγάπης και των άλλων να δημιουργήσουμε τον ωκεανό της αγάπης, που λέγεται «Ευαγγέλιο».