Στο Ευαγγέλιο αυτής της Κυριακής ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας παρουσιάζει τη δεύτερη εμφάνιση του Αναστημένου Χριστούς στους μαθητές του, που ήσαν κλεισμένοι στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, για το φόβο των Ιουδαίων.
Σ’ αυτή την εμφάνιση έχουμε δύο πρωταγωνιστές: τον απόστολο Θωμά και τον Ιησού. Ο πρώτος αντιπροσωπεύει όλους εμάς, που δεν ήμασταν παρόντες στον συγκεκριμένο τόπο όταν εμφανίστηκε ο Κύριος και ούτε είχαμε άλλες φυσικές εμφανίσεις Του.
Κι εμείς, όπως ο απόστολος Θωμάς, μερικές φορές διερωτόμαστε: πώς μπορούμε να πιστέψουμε ότι ο Ιησούς αναστήθηκε, ότι μας συνοδεύει στη ζωή μας, όπως τους μαθητές της Εμμαούς και είναι ο Κύριος μας χωρίς να τον έχουμε δει, χωρίς να τον έχουμε αγγίξει; Πώς να το πιστέψουμε αυτό; Γιατί δεν μας δίνει μερικές πιο φανερές αποδείξεις της παρουσίας και της αγάπης του; Γιατί δεν μας δίνει κάποια σημάδια που να μπορούμε να τα αντιληφθούμε ευκολότερα και καλύτερα; Βρισκόμαστε στην ίδια περίπτωση του Θωμά, με τις ίδιες αμφιβολίες, τις ίδιες σκέψεις, τους ίδιους προβληματισμούς και κρίσεις πίστεως.
Όμως δεν πρέπει να ντρεπόμαστε γι’ αυτό. Με το περιστατικό του Θωμά, το Ευαγγέλιο μας βεβαιώνει ότι ο Κύριος δεν αναζητά τέλειους Χριστιανούς, που δεν αμφιβάλλουν ποτέ και νομίζουν ότι διαθέτουν μια σίγουρη πίστη. Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα όταν ένας Χριστιανός ή μια ομάδα χριστιανών πιστεύουν ότι είναι τέλειοι.
Η περιπέτεια της πίστης, όπως στην περίπτωση του Θωμά, αποτελείται από φώτα και σκιές. Γνωρίζει καιρούς παρηγοριάς, ενθουσιασμού, σιγουριάς, αλλά και κούρασης, σύγχυσης, αμφιβολιών και κρίσεων.
Το Ευαγγέλιο μας παρουσιάζει την «κρίση» του Θωμά για να μας πει ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τις κρίσεις της ζωής και της πίστης. Οι κρίσεις δεν είναι αμαρτία: είναι απόδειξη πορείας προς την πίστη. Δε χρειάζεται να φοβόμαστε τις κρίσεις αυτού του είδους. Πολλές φορές μας κάνουν ταπεινούς, γιατί μας αφαιρούν την ιδέα να νομίζουμε ότι είμαστε τέλειοι, καλύτεροι από τους άλλους. Αντίθετα οι κρίσεις μάς βοηθούν να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας ότι δεν είναι τέλειος, αλλά ελλιπής: αναζωπυρώνουν την ανάγκη της αναζήτησης του Θεού και έτσι μας επιτρέπουν να τον συναντήσουμε Κύριο, να αγγίξουμε τις πληγές του, που προκάλεσαν οι αμαρτίες μας και είναι αποδείξεις της αγάπης του. Είναι καλύτερη μια ατελής αλλά ταπεινή πίστη, που πάντα αναζητά τον Κύριο, παρά μια ισχυρή πίστη αλλά αλαζονική, που μας κάνει υπερήφανους και αλαζονικούς και μας κλείνει στους εαυτούς μας.
Ο Ιησούς, ακόμη και με τις πόρτες κλειστές, επιστρέφει. Επιστρέφει στους αποστόλους του δύο φορές μέσα σε οκτώ ημέρες.
Ο Ιησούς δεν εγκαταλείπει τους μαθητές του, δεν κουράζεται, δεν φοβάται τις κρίσεις της πίστης μας και της αδυναμίας μας. Πάντα επιστρέφει: ακόμη και όταν οι πόρτες είναι κλειστές, εκείνος επιστρέφει. Μας δίνει ευκαιρίες να τον συναντήσουμε και να τον αγγίξουμε. Επιστρέφει, και όχι με ισχυρά σημάδια που θα μας έκαναν να νιώθουμε μικροί και ανεπαρκείς, ακόμη και ντροπή, αλλά απλώς δείχνοντάς μας τις πληγές του, σημάδια της αγάπης του, της παντοδυναμίας του που προκάλεσε η αδυναμία μας.
Όταν αισθανόμαστε κούραση ή στιγμές κρίσης, ο Ιησούς, ο Αναστημένος επιστρέψει σε μας για να μας συναντήσει για να μας στηρίξει.
Με δική Του πρωτοβουλία και δικούς του τρόπους επιστρέφει σε μας, διότι είναι υπομονετικός και ευσπλαχνικός. Έρχεται να ανοίξει τις πόρτες του υπερώου της κλειστής καρδιάς μας, διότι θέλει πάντα να μας δίνει ευκαιρίες και ιδιαίτερα στις δύσκολες στιγμές και στην αμφιβολία.
Ας σκεφτούμε τις στιγμές της περιόδου της πανδημίας, όταν κλειστήκαμε στους εαυτούς μας, εγκλωβιστήκαμε στα προβλήματά μας και αδιαφορήσαμε για τον Ιησού.
Το να μη πιστεύει κάποιος ή κάποια στο Χριστό μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο όταν δεν έχει ακούσει γι’ αυτόν. Αν όπως άκουσε, γνώρισε, πίστεψε και στη συνέχεια αδιαφόρησε, τότε υπάρχει ευθύνη. Το να ρίχνουμε την ευθύνη στους άλλους είναι εύκολο και δεν πείθει. Απλώς είναι ένα πλύσιμο των χεριών, όπως έκανε ο Πιλάτος. Αυτό όμως δείχνει έλλειψη θάρρους, δειλία, είναι και αυτή μια προδοσία!
Ας μη ξεχνούμε ότι κάθε Κυριακή ο Κύριος ανοίγει διάπλατα τις πόρτες των Ναών μας και έρχεται ο ίδιος να μας συναντήσει κάτω από τα είδη του άρτου και οίνου. Είναι η ευκαιρία που δίνει στον καθένα μας και στην κάθε μια σας, να τον αναγνωρίσουμε και να αναφωνήσουμε μαζί με τον Απόστολο Θωμά: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Αμήν.