Σαν κεραυνός εν αιθρία έπεσε η είδηση της απόφασης της Ιεράς Συνόδου της Ελλαδικής Ορθοδόξου Εκκλησίας να μην αποκαλεί πλέον τις Εκκλησίες των άλλων χριστιανικών δογμάτων «Εκκλησίες».
Κάποιοι τη θεωρούν στροφή στο μεσαίωνα, άλλους σκανδάλισε η απόφαση αυτή, ενώ μερικοί πιστεύουν πως η αντιμετώπιση των Καθολικών χριστιανών στην Ελλάδα από την ορθόδοξη πλειονότητα θα επιδεινωθεί σε βάρος ημών φυσικά.
Πρακτικά, όμως, ίσως να μην αλλάζει κάτι. Μέχρι τώρα ήταν και παραμένει μόνο ευχή δική μας και προσευχή του Ιησού η ένωση των χριστιανών. Οι σχέσεις μεταξύ των εκκλησιών, τουλάχιστο σε τοπικό επίπεδο, καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την “αντίληψη” του εγχώριου επισκόπου και του κλήρου, η οποία και επηρεάζει το λαό. Τη στάση που κρατούσε ένας ορθόδοξος (οποιασδήποτε θέσεως ή αξιώματος) απέναντι σε ένα χριστιανό Καθολικό μέχρι τώρα, την ίδια θα έχει και στο εξής. Διότι η ευγένεια ή η αγένεια, ο σεβασμός ή η έλλειψη αυτού, η αναγνώριση ή η μη αναγνώριση απέναντι σε ένα πρόσωπο ή σύνολο προσώπων είναι ποιότητες και χαρακτηριστικά ανθρώπινα, που τέτοιου είδους αποφάσεις δεν αλλοιώνουν.
Ποια όμως είναι η ουσία του πράγματος; Σημασία δεν έχει το περιεχόμενο της απόφασης αυτής ή το πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις των Εκκλησιών στο εξής. Άλλωστε ο καθένας μπορεί να έχει επίγνωση της ταυτότητάς του, χωρίς να είναι αναγκαία η επιβεβαίωσή της από κάποιον άλλο του ιδίου επιπέδου. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, λαμβάνοντας μια τέτοια απόφαση, αναιρεί και ακυρώνει τις δικές της θέσεις και αποφάσεις του χθες, χωρίς ουσιαστικά να έχει προκύψει σοβαρός λόγος που να εξηγεί την κίνηση αυτή. Γιατί ούτε η Καθολική, αλλά όπως γνωρίζω ούτε τα υπόλοιπα χριστιανικά δόγματα αξίζουν κάποιου είδους “υποβιβασμό” τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, μιας και δεν έχουν προβεί στη θέσπιση νέων “αιρετικών” θέσεων.
Μάλλον η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ενήργησε περισσότερο παρορμητικά παρά θεολογικά, δίχως να έχει συνειδητοποιήσει τη βαρύτητα και τη σοβαρότητα των αποτελεσμάτων που μια τέτοιου είδους απόφαση μπορεί να επιφέρει.
π.Γ.Π.