ΣΤΟΝ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟ ΝΑΟ ΑΘΗΝΩΝ
Στη συνάντηση με τους επισκόπους, τους ιερείς, τους μοναχούς, τους ιεροδιδασκάλους και τους κατηχητές στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Διονυσίου στην Αθήνα, μια μοναχή και ένας λαϊκός περιγράφουν στον Πάπα την καθημερινότητά τους και τις προκλήσεις της ιεραποστολής μέσα στην πολυπλοκότητα του σήμερα και της αναζήτησης σημείων συνάντησης με τους Ορθοδόξους.
«Θέλουμε να σας εμπιστευτούμε τις χαρές μας και τις αγωνίες μας για να ακούσουμε τον ενισχυτικό σας λόγο». Κάπως έτσι ξεκίνησε το χαιρετιστήριο λόγο του προς τον Πάπα Φραγκίσκο ο Αρχιεπίσκοπος πρώην Καθολικών Αθηνών και πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος Σεβασμιότατος Σεβαστιανός Ροσσολάτος, κατά τη συνάντηση του Ποντίφικα μαζί με επισκόπους, ιερείς, μοναχούς, ιεροσπουδαστές και κατηχητές στον Καθολικό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Διονυσίου Αθηνών. Ο ιεράρχης τόνισε ότι η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα αποτελείται από κοινότητες τριών λειτουργικών παραδόσεων – Λατινικής, Βυζαντινής και Αρμενικής – και πρόσθεσε ότι, τις τελευταίες δεκαετίες, η παγκοσμιοποίηση και η εκκοσμίκευση «αφαίρεσαν το κοινωνικό έρεισμα της παραδοσιακής πίστης και έδειξαν τα κενά στην μέχρι τώρα καλλιέργεια της πίστεως». Όλα αυτά οδήγησαν πολλούς να αποστασιοποιηθούν από την Εκκλησία, ώστε, συνεχίζει ο Σεβασμιότατος Ροσσολάτος, «ακόμα και η άνθηση των κλήσεων μαράθηκε, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του κλήρου και των μοναχών σήμερα να προέρχονται από άλλες χώρες».
Τα τελευταία 30 χρόνια, συνεχίσει ο Αρχιεπίσκοπος, η Εκκλησία στην Ελλάδα έχει αλλάξει πρόσωπο. Πολλοί χριστιανοί Καθολικοί μετανάστες έχουν εγκατασταθεί εδώ και «βρίσκονται διασκορπισμένοι σε όλη τη χώρα, γεγονός που δημιουργεί πολλά ποιμαντικά προβλήματα». Ωστόσο, ακριβώς «μαζί με τους μετανάστες και τα παιδιά τους» προσπαθούμε «να δημιουργήσουμε τη σημερινή Καθολική Εκκλησία, μια Εκκλησία που θα βιώνει και θα μαρτυρεί την πίστη της μέσα σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει. Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, η δυσκολία μας είναι να οραματιστούμε και να ανοιχτούμε σε μια ποιμαντική ιεραποστολική προς μια Εκκλησία ικανή να μαρτυρήσει τη λυτρωτική δύναμη του Ευαγγελίου και να προσελκύσει στον Χριστό τους απομακρυσμένους τους αδελφούς μας».
Σε σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί πρόκληση η ανάπτυξη σχέσεων αλληλογνωριμίας και συνεργασίας σε θεσμικό επίπεδο, αλλά παρόλα αυτά, όπου ζουν μαζί Καθολικοί και Ορθόδοξοι, υπάρχουν και καλλιεργούνται οι σχέσεις, ο σεβασμός και η έμπρακτη χριστιανική αγάπη.
Στο τέλος του χαιρετισμού του Σεβασμιοτάτου Ροσσολάτου, μια μοναχή, με καταγωγή από την Αργεντινή, του Τάγματος των Δούλων του Κυρίου και της Παναγίας της Ματάρα, η αδελφή Μαρία Bravo, μίλησε στον Πάπα. Είναι το πρόσωπο μιας Εκκλησίας ανάμεσα στους ανθρώπους, πάντα κοντά τους, στην καθημερινότητά τους, που προσφέρει την υπηρεσία της με διάφορες δραστηριότητες και μαρτυρεί το Ευαγγέλιο στα μικρά νησιά του Αιγαίου. Από καθολική οικογένεια, το μεγαλύτερο από τα οκτώ αδέρφια, λέει ότι έλαβε την κλήση να αφιερωθεί στο Θεό σε ηλικία 14 ετών. Ακούγοντας τη μαρτυρία μιας καλόγριας «σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να κάνω το ίδιο αφήνοντας τα πάντα και αφιερώνοντας τον εαυτό μου στον Θεό για να σώσω ψυχές. Ήμουν σίγουρη ότι αυτή δεν ήταν δική μου ιδέα, αλλά ότι προερχόταν από τον Θεό και δεν μπορούσα να πω όχι στο Θεό, και αυτό μου έδωσε ειρήνη» δήλωσε η Αδελφή Μαρία στη μαρτυρία της.
Ο Ρόκος Δελατόλας, λαϊκός, με καταγωγή από την Τήνο, που μετακόμισε στην Αθήνα, μοιράζεται με τον Ποντίφικα την εμπειρία του στην Εκκλησία. Έχει βιώσει καθημερινά τη συνύπαρξη και τη συνεργασία με τους ορθόδοξους πιστούς. Ακριβώς μέσα στην οικογένειά του βιώνει όσα λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης «για να είμαστε όλοι ένα», επαναφέροντας τα λόγια του Χριστού και εκείνη τη λαχτάρα για ενότητα της Καθολικής Εκκλησίας που στην Ελλάδα επιδιώκει να φτάσει σε στενότερη συνεργασία με την Ορθόδοξη. «Με τη σύζυγό μου Νίτσα, ορθόδοξη στο θρήσκευμα, μεγαλώσαμε τα αγόρια μας που φοίτησαν σε καθολικά σχολεία, τα οποία με ακολούθησαν στην κυριακάτικη λειτουργία και έλαβαν και τα μυστήρια. Όμως στα 17 τους ήρθε η ανατροπή -συνεχίζει- και απομακρύνθηκαν από τη θρησκευτική ζωή. Κάθε φορά που έθιγα το θέμα με αντιμετώπιζαν με αδιαφορία που κάποιες φορές με στεναχωρούσε».
Ο Ρόκος εμπιστεύεται ότι ενοχοποιούσε τον εαυτό του για την απομάκρυνση των παιδιών του από την Εκκλησία. Ζήτησε τη συμβουλή του εξομολόγου του και άνοιξε διάλογο με τα παιδιά του. Από αυτόν τον διάλογο προέκυψε η διάθεση των αγοριών: «Πιστεύουμε, πατέρα. Όμως οι καιροί έχουν αλλάξει. Ζητάμε από την Εκκλησία κάτι άλλο. Είμαστε μαζί σου. Είμαστε ένα, όπως μας έλεγες». […] «Η απάντηση των παιδιών μας με βοήθησε να δω με τα δικά τους μάτια, την καθημερινότητά τους σε μια μικτή οικογένεια – καταλήγει ο Ρόκος – σε ένα εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο είμαστε μειοψηφία. Όμως ότι βίωναν την ενότητα με το διπλανό τους, όπως την είχαν ακούσει στο σπίτι μας και στο σχολείο τους, ήταν τελικά το θετικό από τη συζήτηση που είχα μαζί τους».
(πηγη: https://www.vaticannews.va)
πγπ