ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
ΤΡΙΤΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Σήμερα Τρίτη, μετά την Κυριακή του Πάσχα, η Εκκλησία πανηγυρίζει με τον ίδιο βαθμό επισημότητας την ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου όπως την Κυριακή και χθες, το ίδιο θα κάνει και όλη αυτή την εβδομάδα.
Σ’ όλη αυτή την εβδομάδα η Εκκλησία ακούει καθημερινά και μελετά προσεκτικά τις περικοπές εκείνες της Καινής Διαθήκης που την βοηθούν να βιώσει το μυστήριο της Αναστάσεως του Κυρίου που είναι το θεμέλιο της πίστης της και μαζί με τις μυροφόρες, τους αποστόλους και τους σημερινούς μαθητές του Κυρίου να γίνει μέσα στον κόσμο ο αυθεντικός και πειστικός μάρτυρας όλων αυτών των γεγονότων που απέδειξαν την υπέρτατη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο.
Το σημερινό πρώτο ανάγνωσμα που ακούσαμε από το Βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων είναι η συνέχεια μιας θαυμάσιας κατήχησης του Αποστόλου Πέτρου, ο οποίος παρουσιάζει στους Ισραηλίτες μία περίληψη του λυτρωτικού έργου του Μεσσία Χριστού. Το κείμενο αυτό αποτελεί και σήμερα ένα θαυμάσιο σχεδιάγραμμα μιας ολοκληρωμένη σωτηριολογικής κατήχησης.
Η ευαγγελική περικοπή χαρακτηρίζεται από μία ανθρώπινη ευαισθησία που εκφράζει την ειλικρινή αγάπη ενός ανθρώπου προς τον Θεάνθρωπο και την υπέρτατη αγάπη του Θεανθρώπου προς κάθε άνθρωπο, που τον αναζητά με ειλικρινή καρδιά.
Η Μαρία η Μαγδαληνή βρίσκεται απ’ την αυγή της Κυριακής στο μνήμα. Διαπιστώνει με λύπη πως το μνήμα είναι κενό και αυτό την αναστατώνει, την παίρνει το παράπονο και ξεσπά σε κλάμα. Δύο άγγελοι που κάθονται εκεί απορούν γιατί οι φίλοι και οι φίλες του Ιησού ζητούν τον ζώντα μεταξύ των νεκρών, γιατί αντί να χαίρονται είναι σκυθρωποί και κλαίνε όπως τη Μαγδαληνή γι’ αυτό και την ερωτούν «Γυναίκα γιατί κλαις»; Και εκείνη, από το μυαλό της οποίας περνούν χίλιες δυο σκέψεις, περίεργες και χωρίς ακόμη τη σιγουριά της ανάστασης απαντά: «πήραν το σώμα του Κυρίου μου και δεν ξέρω που τον έβαλαν». Λείπει ο Κύριό της και εκείνη δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν.
Τι ωραίο μάθημα για μας που τόσο εύκολα ξεχνούμε την παρουσία του Κυρίου και θέλουμε να συνηθίζουμε με την απουσία του!
Αν κοιτάξουμε γύρω μας με το ίδιο απλανές βλέμμα της Μαρίας πρόχειρα και προσωρινά διαπιστώνουμε πως όχι μόνο από τον κόσμο αλλά και από την ίδια τη σκληρή καρδιά μας «πήραν το Κύριο». Η ζωή μας συχνά μεταβάλλεται σε άδειο μνήμα. Όμως ο κόσμος έχει ανάγκη να ξαναβρεί τον Ιησού. Έχουμε ανάγκη να αναζητήσουμε τον Αναστημένο Χριστό, γιατί χωρίς Αυτόν σκυθρωποί μένουμε στη ζωή μας, μοναχοί και απομονωμένοι και μέσα στη μοναξιά μας σε κάθε δυσκολία και αντιξοότητα ξεσπούμε σε παράπονο και κλάμα. Και όταν αυτό το κλάμα αποδειχθεί πως προκαλείται από την έλλειψη της παρουσίας του Κυρίου τότε είναι Εκείνος που εμφανίζεται δίπλα μας και μας απευθύνει το ίδιο ερώτημα που απεύθυνε στη Μαρία τη Μαγδαληνή: Μαρία, Γιώργο, Πέτρο, Άννα και θα μπορούσα εδώ να συνεχίσω τον κατάλογο των ονομάτων όλων μας που ήλθαμε σήμερα εδώ:«Γιατί κλαις;». Τότε είναι η στιγμή που ο Κύριος αναθέτει στην κάθε μια και στον κάθε μας μια συγκεκριμένη αποστολή που είναι ταυτόχρονα και η αποστολή της Εκκλησίας: «πήγαινε στους αδελφούς μου και πες τους: Ανεβαίνω στον Πατέρα μου και Πατέρα σας, Θεό μου και Θεό σας» και συνεχίζει ο ευαγγελιστής. «Πηγαίνει η Μαρία η Μαγδαληνή και αναγγέλλει στους μαθητές : «Είδα τον Κύριο», και ό,τι της είπε.
Επιστρέφοντας στα σπίτια μας, στους αδελφούς μας, στους συγγενείς μας, ας αναγγείλουμε με χαρά κι εμείς, πως είδαμε τον Κύριο και ας τους μεταφέρουμε το φως της Αναστάσεως που σήμερα πήραμε από την ακρόαση του λόγου του Κυρίου και αναγνωρίζοντας τον Αναστημένο Κύριο τη στιγμή του τεμαχισμού του άρτου ας του ζητήσουμε να είμαστε μάρτυρες της Αναστάσεώς του μέσα στην Εκκλησία μέσα στη ανθρώπινη κοινωνία όπου ζούμε και δρούμε, όπου Εκείνος, μας έχει στείλει να αναγγείλουμε το φαιδρόν της Αναστάσεως κήρυγμα. Αμήν.