ΣΕ ΝΕΟ ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΘΕΝΤΑ ΙΕΡΕΑ
Απευθύνομαι σε σένα, χωρίς να ξέρω πώς να σε αποκαλέσω! Στην ηλικία που είμαι θα σε έλεγα παιδί μου, στην εργασία θα ήσουν συνεργάτης, στη Σχολή μαθητής μου, στην Αποστολή συνάδελφος. Απλά σε ονομάζω αγαπητέ Νεοχειροτονηθέντα!
Έχουν περάσει πάνω από 50 χρόνια, όταν κι εγώ σαν εσένα τώρα, νέος τότε, δυναμικός, με οράματα, προοπτική και μεγάλα σχέδια, έμπαινα, συνεσταλμένος, φοβισμένος, απροετοίμαστος, στο Ναό του Θεού, να λάβω το Μυστήριο της Ιεροσύνης.
«Τον καιρό εκείνο», είχαμε συχνά, ιερατικές χειροτονίες και έλειπε η μεγάλη επισημότητα και η παρουσία των πιστών λίγη, όμως- είμαι σίγουρος- τα αισθήματα όλων τότε και τώρα είναι τα ίδια.
Σήμερα, δεν ήμουν απλά καλεσμένος στη γιορτή. Ήμουν δεμένος μαζί σου. Έμπαινα και γω, σαν πρώτη φορά, σαν τελευταία φορά, στην απέραντη καταγάλανη θάλασσα της ιεροσύνης. Με πλάκωνε τότε, όπως τώρα εσένα, η χαρά, η συγκίνηση, για το άπιαστο και συνάμα πιαστό, ποθητό αποτέλεσμα.
Περπατούσα για άλλη μια φορά, δίπλα σου αόρατος, απαρατήρητος, σαν μικρό παιδί που ανεβαίνει πρώτη φορά τα σκαλοπάτια της Μεγάλης του Θεού Σχολής.
Τα αισθήματα σου, τα μοιραζόμουνα, τα καταλάβαινα: Πολύπλοκα, συγχισμένα, δυσάρεστα και ευχάριστα, σωστά και λανθασμένα! Για σένα, τώρα, ανοίγει το βιβλίο της Ιερατικής ζωής, που για μένα κλείνει. Μέσα καταγράφεις αυτά που θα σ' εμπνεύσει η χάρις του Θεού, το φως του Αγ. Πνεύματος.
Όταν σ' έβλεπα ξαπλωμένο μπρούμυτα στο δάπεδο της εκκλησίας, ένα με το χώμα, σαν άκακο αρνί, μπήκα δίπλα σου και σιωπηλά άκουγα τις επικλήσεις των «Αγίων» Αδελφών μας. Τους φανταζόμουν όλους κοντά, να σε παρηγορούν-όπως κι εμένα- και να σε ενθαρρύνουν στο μεγάλο αμετάκλητο αποφασιστικό σου βήμα!
«Κι εμείς έλεγαν τώρα οι άγιοι, όπως σε μένα τότε, «είμαστε ανάξιοι αμαρτωλοί, αδύναμοι, αλλά η χάρη του Θεού μας βοήθησε! Έχε εμπιστοσύνη, θα σε βοηθήσει κι εσένα. Κι εγώ έκλαιγα και τα δάκρυα μου πότιζαν το κόκκινο χαλί κι άφηναν πάνω του τα υγρά φρέσκα σημάδια!
Ξανάρθα κοντά σου, όταν άκουσα, δυνατό, ηχηρό, καθαρό το «άξιος» τρεις φορές! που έβγαινε αυθόρμητο από τους παρόντες. Και πάλι δάκρυσα! Στην «εποχή» μου δεν το φώναζαν οι πιστοί, αλλά το περιέκλειαν οι προσευχές! Παρ1 όλα αυτά, όσο και να φωνάζουν οι άνθρωποι, παραμένουμε ανάξιοι, ανέτοιμοι να λάβουμε το Μεγάλο Μυστήριο της Ιεροσύνης, γιατί και το «μιας μέρας το παιδί είναι αμαρτωλό μπροστά στο Θεό», που λέει ο ψαλμός. Παρόλα αυτά, η κατανόηση του Θεού είναι πιο μεγάλη απ' τη δική μας διάθεση!, γι’ αυτό «κατ'
οικονομία» είμαστε άξιοι να εξυπηρετήσουμε το Θεό, σαν μικρά παιδιά που με καλή διάθεση και μεγάλη άγνοια, βοηθούν τον πατέρα τους στη δουλειά που έτσι κι αλλιώς θα την έκανε χωρίς εμάς! Πάντα θυμάμαι τα λόγια ενός πνευματικού μου πατέρα: η λέξη «άξιος» έχει τόσα σκαλοπάτια, και τόσους βαθμούς που ανάλογα με το ύψος που είσαι κρίνεις -ο ίδιος- αν είσαι «άξιος» ή όχι.
Βρέθηκα -νοερά- πάλι κοντά σου, μπήκα στη θέση σου, όπως εδώ και 50 χρόνια. Όταν τελείωσαν οι ευχές και προσευχές με όλα τα δικαιώματα του Ιερέα θυμήθηκα -όπως τη νύχτα του Πάσχα, δεν υπάρχει στιγμή Ανάστασης, αλλά τελετή Αναστάσιμος- έτσι κι εδώ δεν υπάρχει στιγμή που γίνεσαι ιερέας αλλά τελετή ιεροσύνης. Όλα δεμένα, μια πνευματική αλυσίδα ενώνει τα ανθρώπινα στοιχεία με την ολοκλήρωση του Μυστηρίου. Τώρα, νέος ιερέας, οπτικά ο ίδιος όπως πριν μπεις στο Ναό, μυστηριακά όμως είσαι τελείως διαφορετικός. Η χάρη του Μυστηρίου έλαμπε πάνω σου, όπως στο πρόσωπο του Μωυσή, όταν κατέβηκε από το Σινά με τις Πλάκες του Δεκάλογου. Παρόλα αυτά, τα θεϊκά δώρα, εμείς οι Ιερείς δεν ξεχνάμε αυτό που μάθαμε στη Θεολογία. «Η Χάρις δεν καταστρέφει τη φύση», έχουμε ελαττώματα και αρετές, προσόντα και μειονεκτήματα, ευχάριστα και δυσάρεστα-άγιοι και αμαρτωλοί. Με μια λέξη παραμένουμε «άνθρωποι», όπως και πριν το- Μυστήριο.
Τέλος με συγκίνησε ο ευχαριστήριος λόγος σου. Εγώ τότε δεν είχα την ευκαιρία ούτε την ικανότητα να κηρύξω πειστικά, όπως εσύ έκανες. Θυμάμαι όμως ότι είπα στον αποχαιρετιστήριο λόγο μου -μια φράση- απ' το γνωστό παλαιό ύμνο της Παναγίας _ Ave Maris Stella.
Λέει ο στίχος “Monstra te esse Matrem” (Δείξε ότι είσαι μητέρα) -και έκανα την παραλλαγή- λέγοντας στον τότε επίσκοπο «Monstra te essem Patrem» (δείξε ότι είσαι πατέρας) τότε άκουσα τα πρώτα χειροκροτήματα στην τελετή της Ιεροσύνης μου. Τώρα μεγάλος πια κοιτάζω πίσω κι ανοίγω το προσωπικό μου βιβλίο. Πόσα έπρεπε να κάνω και δεν τα έκανα κι αντίθετα πόσα δεν έπρεπε να κάνω και τα έκανα. Κοιτάζω μπροστά μου, το μέλλον είναι άγνωστο και σχετικά σύντομο. Μου έρχονται σε παραλλαγή τα λόγια του προφήτη: «Κύριε, δεν μπορώ να σε σηκώνω πια, γέρασα. Δεν αντέχω άλλο καβαλίκεψε άλλον να σε πάει εκεί που θες»,
Νεαρέ ιερέα, δέχτηκες πάνω σου το Θεό, βαρύ φορτίο αλλά τιμητικό. Εμείς οι ιερείς πάμε το Θεό εκεί που δεν μπορεί να πάει μόνος του. Εκείνος σύστησε τα Μυστήρια αλλά δεν μεταδίδονται χωρίς εμάς. Τώρα καταλαβαίνω άλλη μια φράση από ένα παλιό φιλμ που έλεγε: «Ο Θεός έχει ανάγκη τους ανθρώπους για να μεταφέρουν την αγάπη του».
Ο κόσμος έχει ανάγκη από την αγάπη του Θεού. Εμείς τη μεταφέρουμε. Σήμερα έλαβες αυτή την αποστολή και μετά από χρόνια εύχομαι να ακούσεις πάλι το «Άξιος, Άξιος, Άξιος!»