Μια μέρα επέστρεφα στο σπίτι, στη διάρκεια μιας δυνατής καταιγίδας. Μόλις είχαμε τελειώσει τη δοκιμή σε ένα ύμνο, και μόνος επαναλάμβανα μες το νου μου τα τελευταία λόγια του τελευταίου ύμνου που είχαμε μάθει:
«Κάνε Θεέ μου σαν να είναι η τελευταία λέξη που λέω
Κάνε με να ενεργώ πάντοτε, σαν να ήταν η τελευταία πράξη που κάνω.
Κάνε με να υποφέρω, σαν να ήταν ο τελευταίος πόνος που σου προσφέρω.
Κάνε με να προσεύχομαι, σαν να ήταν η τελευταία δυνατότητα που έχω να μιλήσω μαζί σου εδώ στη γη».
Περπατούσα με γοργό βήμα πάνω στο πεζοδρόμιο. Ο αέρας φυσούσε τόσο δυνατά που μου έπαιρνε το καπέλο. Ξαφνικά μπροστά μου, σε ένα μέτρο απόσταση πέφτει από το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου μια βαριά γλάστρα με λουλούδια. Για μια στιγμή τα έχασα, μα έπειτα συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να συνεχίσω το περπάτημά μου.
Είναι πράγματι καλό, να ζει κανείς την κάθε στιγμή, σαν να ήταν η πρώτη, η τελευταία, η μοναδική της ζωής.